14 Σεπτεμβρίου 1963. Λίγοι από τους φίλους της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που παρακολούθησαν τον αγώνα με τη Γουέστ Μπρομ (1-0), σαν σήμερα, μπορούσαν να φανταστούν ότι ο 17χρονος μεσοεπιθετικός που έκανε ντεμπούτο εκείνη τη μέρα, θα εξελισσόταν σε έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Ηταν ο Τζορτζ Μπεστ, ο βιρτουόζος Βορειοϊρλανδός, ο οποίος θα δικαίωνε γρήγορα την έννοια του επωνύμου του (ο καλύτερος). Με το πλούσιο ταλέντο του, αλλά και την άστατη ζωή του, βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας για τα επόμενα 11 χρόνια.
Σε ηλικία 17 ετών και 4 μηνών, ο νεαρός Βορειοϊρλανδός αγωνίστηκε κόντρα στη Γουέστ Μπρομ, με τον αντίπαλό του στην δεξιά πτέρυγα, τον Ουαλό Γκρέιαμ Γουίλιαμς, να εκθειάζει το ταλέντο του μικρού. Λίγο πριν συμπληρώσει τα 18 του χρόνια, ο Μπεστ συμμετείχε για πρώτη φορά και σε αγώνα με την εθνική ομάδα της πατρίδας του. Η αρχή είχε γίνει…
Ο δεξιοπόδαρος μεσοεπιθετικός, ζύγιζε μόλις 50 κιλά στα πρώτα του χρόνια, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αναπτύξει σε… ακραίο επίπεδο ορισμένα προσόντα. Αυτά που θα τον άφηναν στην ιστορία. Ελαστικότητα, εκρηκτικότητα, ντρίμπλα και πλαστικότητα κινήσεων ήταν τα ατού του Μπεστ, με τα οποία απέφευγε τα ανελέητα τάκλιν των αντιπάλων.
Στο επόμενο παιχνίδι που αγωνίστηκε, κατάφερε να ανοίξει και τον λογαριασμό των γκολ. Ήταν στις 29 Δεκεμβρίου του 1963, σε παιχνίδι απέναντι στην Μπέρνλι στο «Ολντ Τράφορντ», όπου η Γιουνάιτεντ κέρδισε με 5-1. Εκεί φάνηκε ότι ένα μεγάλο κεφάλαιο άνοιγε για τον αγγλικό σύλλογο, έστω και αν το… πακέτο του, δεν γέμιζε το μάτι.
Με το τέλος της σεζόν 1963-64, η Μάντσεστερ είχε δημιουργήσει την επιθετική γραμμή φόβο και τρόμο των αντιπάλων. Μπεστ, Λόου, Χερντ, Τσάρλτον και Κόνελι συνέθεταν το κουϊντέτο εκείνο που, υπό τις μαεστρικές οδηγίες του Ματ Μπάσμπι, χάρισε στην ομάδα τον τίτλο του πρωταθλητή το 1965 (μετά από οκτώ χρόνια) και το 1967. Το 1966, στον προημιτελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών κόντρα στην μεγάλη Μπενφίκα, η Μάντσεστερ κέρδισε με 5-1, με τον Μπεστ να σημειώνει δύο γκολ και να πραγματοποιεί ίσως την καλύτερη εμφάνιση της καριέρας του.
Οι Χερντ και Κόνελι αποχώρησαν στο τέλος της δεκαετίας, αλλά αυτό δεν πτόησε την ομάδα, η οποία το 1968, απότισε φόρο τιμής στα θύματα της τραγωδίας του 1958. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, επικρατώντας της Μπενφίκα, του Εουσέμπιο και του Κολούνα με 4-1. Ο Μπεστ πέτυχε το δεύτερο γκολ της αναμέτρησης, πραγματοποιώντας ένα σόλο, περνώντας και τον τερματοφύλακα. Αργότερα θα αποκαλύψει ότι όταν το έκανε αυτό, σκέφτηκε να σταματήσει τη μπάλα στη γραμμή και να τη σπρώξει στα δίχτυα με το κεφάλι!
Το τέλος της σεζόν βρίσκει τον Τζορτζ Μπεστ να κατακτά τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή. Έτσι, μετά τον Λόου (1964) και τον Τσάρλτον (1966), η… στέψη του Μπεστ έκανε τη Γιουνάιτεντ την ομάδα με τους κορυφαίους (και με τη βούλα) επιθετικούς της «γηραιάς Ηπείρου». Μάλιστα, ο ίδιος ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με 28 γκολ, αν και δεν ήταν “καθαρόαιμος” επιθετικός.
Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα χριζόταν κορυφαίος σκόρερ του συλλόγου.
Με το ποσοστό διείσδυσης της τηλεόρασης στα ποδοσφαιρικά γήπεδα να αυξάνεται συνεχώς, όλο και περισσότερες φορές οι κούρσες του με τη μπάλα, όπου ξεπερνούσε δύο και τρεις αντιπάλους μέχρι να βγάλει την ασίστ, ή να σκοράρει μόνος του, έφταναν στα σπίτια των ποδοσφαιρόφιλων. Γρήγορα, έγινε ο αγαπημένος όλης της Βρετανίας. Αυτό, όμως, στάθηκε δίκοπο μαχαίρι, όχι μόνο για την καριέρα του, αλλά για την ίδια τη ζωή του…