Menu

Mundostories #160 Το ελληνικό όνειρο που έγινε… εφιάλτης

Mundostories #160 Το ελληνικό όνειρο που έγινε… εφιάλτης

🏆 𝟒𝟎 𝚮𝚳𝚬𝚸𝚬𝚺 𝚪𝚰𝚨 𝚻𝚶 𝚳𝚶𝚼𝚴𝚻𝚰𝚨𝚲 𝟐𝟎𝟐𝟐 🇶🇦

✍️ 🅼🆄🅽🅳🅾🆂🆃🅾🆁🅸🅴🆂 ⏳

#Story No 160 👇 𝚻𝛐 𝛆𝛌𝛌𝛈𝛎𝛊𝛋𝛐 𝛐𝛎𝛆𝛊𝛒𝛐 𝛑𝛐𝛖 𝛆𝛄𝛊𝛎𝛆… 𝛆𝛗𝛊𝛂𝛌𝛕𝛈ς

Το 1994 η Εθνική Ελλάδας κατάφερε να συμμετάσχει για πρώτη φορά στην ιστορία σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου: ήταν το Μουντιάλ του 1994, στις ΗΠΑ. Πολλοί μεγάλοι παίκτες στην Ελλάδα ονειρεύτηκαν τη συμμετοχή τους στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική διοργάνωση, χωρίς όμως να τα καταφέρουν. Οι επίλεκτοι του Αλκέτα Παναγούλια κατάφεραν να κάνουν πραγματικότητα το όνειρό τους, το οποίο, ωστόσο, εξελίχθηκε σε εφιάλτη.

Η αλήθεια είναι ότι είχαμε σταθεί τυχεροί στα προκριματικά μιας και η Γιουγκοσλαβία, η θεωρητικά ισχυρότερη ομάδα του ομίλου, δεν συμμετείχε εξαιτίας του εμφυλίου. Αυτόματα έμειναν οι Ρώσοι, οι Ούγγροι και εμείς και τα καταφέραμε, με δύο εντυπωσιακές νίκες, αμφότερες με 1-0: στη Βουδαπέστη με το πέναλτι του Στράτου Αποστολάκη και στο ΟΑΚΑ με τη Ρωσία με την αξέχαστη κεφαλιά του Νίκου Μαχλά. Ξανά με τον Αλκέτα Παναγούλια στον πάγκο, όπως και στο Euro του 1980, την πρώτη μεγάλη διοργάνωση που μετείχε η Εθνική.

Μετά την ιστορική πρόκριση, φίλαθλοι και ΜΜΕ δεν κατάφεραν να αντισταθούν στον ενθουσιασμό της πρώτης συμμετοχής σε Μουντιάλ. Κυριάρχησε ένας οργασμός διθυραμβικών δηλώσεων, με τους πάντες να εκφράζουν άποψη για τα πάντα, κάτι που αργά ή γρήγορα θα έφερνε την καταστροφή. «Ονειρεύτηκα τελικό με τη Βραζιλία» αποκάλυπτε ο Αλκέτας – τουλάχιστον είχε πετύχει τη μια φιναλίστ.

Συχνά, η συζήτηση γύρω από το Μουντιάλ του 1994 επικεντρώνεται στο τι οδήγησε στην κατάρρευση, τις τρεις ήττες σε ισάριθμα παιχνίδια, τις δύο τεσσάρες, την απουσία έστω και ενός γκολ. «Το πρώτο μεγάλο λάθος, ήταν ότι πήγαμε πολύ νωρίς στην Αμερική, επειδή υπήρχε όλος αυτός ο ενθουσιασμός με την ομογένεια. Ήμασταν εκεί σχεδόν ένα μήνα πριν από την πρεμιέρα με την Αργεντινή. Τελικά, αυτό μας γύρισε μπούμερανγκ, επειδή μας κούρασε και μας έβγαλε από τον στόχο μας, που ήταν να παίξουμε ποδόσφαιρο», θυμόταν αργότερα ο Νίκος Νιόπλιας.

Ετερο πρόβλημα, η παντελής έλλειψη οργάνωσης. Για παράδειγμα, την ημέρα του αγώνα με την Αργεντινή η αποστολή χρειάστηκε δυόμισι ώρες για να πάει  με το λεωφορείο από το ξενοδοχείο στο γήπεδο. Πώς να βάλεις με τον Ντιέγκο Μαραντόνα έχοντας φάει τόση ώρα στον δρόμο;

Από την πλευρά του, ο Στράτος Αποστολάκης λέει ότι εκείνη την εποχή, «η τεχνογνωσία γύρω από την προσέγγιση τόσο μεγάλων διοργανώσεων δεν είχε φτάσει ακόμη στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε σημαντικά προβλήματα στη διαχείριση της συμμετοχής μας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα και δεν ξέραμε πώς στήνεται και λειτουργεί μια αποστολή για το Μουντιάλ. Πήγαμε νωρίς, δεν είχαμε προσήλωση στη δουλειά μας, δεν ασχοληθήκαμε με το ποδόσφαιρο και την προετοιμασία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην είμαστε στην καλύτερη δυνατή κατάσταση όταν κληθήκαμε να δώσουμε τον πρώτο αγώνα μας κόντρα στην Αργεντινή, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα».

Καταστροφικά λοιπόν. Απέναντι στην Αργεντινή του Μαραντόνα, του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, του Αμπελ Μπάλμπο και του Κλαούδιο Κανίγια, το κοντέρ σταμάτησε στο 4-0. Ήταν σφαλιάρα για την Ελλάδα. Που συνεχίστηκε στο δεύτερο παιχνίδι, απέναντι στη Βουλγαρία του Χρίστο Στόιτσκοφ. Αν και ο Παναγούλιας άλλαξε πάνω από τους μισούς παίκτες της ενδεκάδας που αγωνίστηκε με την Αργεντινή, η πρώτη πράξη του έργου ήταν η ίδια, αφού οι Βούλγαροι άνοιξαν το σκορ νωρίς κι έφτασαν άνετα στο 4-0.

Στο τρίτο παιχνίδι, η Ελλάδα, πάλι με πολλές αλλαγές στην ενδεκάδα, αντιμετώπισε στη Βοστώνη τη Νιγηρία, από την οποία και πάλι δέχτηκε τέρματα σε πολύ κρίσιμα χρονικά σημεία, δηλαδή στο τέλος του πρώτου και του δεύτερου ημιχρόνου, με το τελικό σκορ να διαμορφώνεται στο 2-0.

«Υπάρχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά και στα τρία παιχνίδια, που δείχνουν ότι η ομάδα δεν είχε ξεκάθαρο πλάνο και δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αγώνες επιπέδου Παγκοσμίου Κυπέλλου», θυμόταν ο Στράτος Αποστολάκης. «Πρώτον, σε όλα τα παιχνίδια δεχτήκαμε γκολ σε κρίσιμες στιγμές – στις αρχές του αγώνα, στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου ή στην εκπνοή του παιχνιδιού. Αυτό δείχνει ότι δεν ξέραμε να διαχειριστούμε τα παιχνίδια, να κρατήσουμε την μπάλα και το αποτέλεσμα. Όταν μπαίνεις μέσα στο γήπεδο και τρως γκολ στο δεύτερο λεπτό, απλώς δεν έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα για αυτό το παιχνίδι. Ακόμη, οι συνεχείς αλλαγές στο ρόστερ δείχνουν μια θολή εικόνα, δεν ξέρω αν ήμασταν σίγουροι για το σύστημα που παίζαμε και τους παίκτες που θα το εφάρμοζαν».

Η μεγαλύτερη μορφή της ελληνικής αποστολής στο Μουντιάλ 1994 ήταν χωρίς αμφιβολία ο Αλκέτας Παναγούλιας, ένας προπονητής που αποτέλεσε την προσωποποίηση του cult. «Τι φοβάστε μωρέ; Τι χέζεστε;», έλεγε ο ίδιος για να εμψυχώσει τους παίκτες του κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο, χωρίς να φοβάται να διαολοστείλει και να απειλήσει ότι θα κατεβάσει από το πούλμαν όποιο μέλος της αποστολής τού πήγαινε κόντρα.

Ο Αλκέτας έδινε πολύ βάρος στον ψυχολογικό τομέα, προσπαθούσε να σε κάνει να πιστέψεις στον εαυτό σου, να πιστέψεις ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο. Ωστόσο, η ομάδα υστερούσε πολύ στο κομμάτι της τακτικής. Μόνο με την ψυχολογία δεν πας πουθενά.