Menu

Mundostories #169 Ομπντούλιο Βαρέλα. Γεννήθηκε αρχηγός, πέθανε ηγέτης

Mundostories #169 Ομπντούλιο Βαρέλα. Γεννήθηκε αρχηγός, πέθανε ηγέτης

🏆 𝟑𝟏 𝚮𝚳𝚬𝚸𝚬𝚺 𝚪𝚰𝚨 𝚻𝚶 𝚳𝚶𝚼𝚴𝚻𝚰𝚨𝚲 𝟐𝟎𝟐𝟐 🇶🇦

✍️ 🅼🆄🅽🅳🅾🆂🆃🅾🆁🅸🅴🆂 ⏳

#Story No 169 👇 𝚶𝛍𝛑𝛎𝛕𝛐𝛖𝛌𝛊𝛐 𝚩𝛂𝛒𝛆𝛌𝛂. 𝚪𝛆𝛎𝛎𝛈𝛉𝛈𝛋𝛆 𝛂𝛒𝛘𝛈𝛄𝛐ς, 𝛑𝛆𝛉𝛂𝛎𝛆 𝛈𝛄𝛆𝛕𝛈ς

Για τον αγώνα, που ήταν «τελικός» μεν, αγώνας ομίλου και τελευταία αγωνιστική δε, ανάμεσα σε Βραζιλία και Ουρουγουάη στο «Μαρακανά», έχουν γραφτεί… τόνοι βιβλίων. Ελάχιστοι όμως ανέδειξαν τον θρυλικό αρχηγό της «σελέστε», Ομπντούλιο Βαρέλα.

Την εποχή των μεγάλων κατορθωμάτων της «σελέστε», τη δεκαετία του ’20 και με επιστέγασμα την κατάκτηση του πρώτου Μουντιάλ το 1930, ένα από τα χιλιάδες φτωχόπαιδα του Μοντεβιδέο έκανε ό, τι χαμαλοδουλειά έβρισκε στη γύρα για να επιβιώσει. Ανάμεσα στα άλλα μοίραζε κι εφημερίδες, για τις οποίες είχε πει αργότερα «τα μόνα αληθή πράγματα που γράφουν είναι η τιμή και η ημερομηνία».

Ο πιτσιρικάς Ομπντούλιο ξεκίνησε να κλοτσάει το τόπι σε διάφορες ομάδες των γειτονιών της πρωτεύουσας, πριν αποφασίσει να σταματήσει το σχολείο για να ενταχθεί στην Ντεπορτίβο Χουβεντούδ και το 1938 πήγε στη Μοντεβιδέο Γουόντερερς. Στα 22 του χρόνια φορά για πρώτη φορά τη γαλάζια φανέλα εναντίον της Χιλής (3-2 η «σελέστε») στο Copa America του 1939. Τρία χρόνια αργότερα, η Ουρουγουάη φιλοξενεί τη διοργάνωση και κατακτά τον τίτλο με πρωταγωνιστή αυτό τον σκουρόχρωμο νεαρό με το φαρδύ μέτωπο και το κεφάλι πάντα ψηλά, που καταπίνει χιλιόμετρα και αντιπάλους στη μεσαία γραμμή ενώ πολλάκις δεν παραλείπει να σκοράρει.

Το 1943, ο Βαρέλα εξαργυρώνει τις μεγάλες εμφανίσεις του παίρνοντας μεταγραφή για την ομάδα θρύλο της χώρας και της Λατινικής Αμερικής, την Πενιαρόλ. Παράλληλα με την οικοδομή, ο Ομπντούλιο ηγείται των επιτυχημένων χρόνων των «αουρινέγκρος», που κατακτούν τον έναν τίτλο πίσω από τον άλλον. Ο Βαρέλα αποκτά μόνιμα το περιβραχιόνιο της Πενιαρόλ και της εθνικής Ουρουγουάης.

Μετά από μια νίκη σε ντέρμπι ο πρόεδρος της Πενιαρόλ αποφασίζει να δώσει πριμ 250 πέσος σε όλους και 500 στον Βαρέλα. Οι παίκτες πανηγυρίζουν αλλά ο Ομπντούλιο στέκεται βλοσυρός: «Δεν έπαιξα περισσότερο ή λιγότερα από τον καθέναν. Αν αξίζω 500 πέσος δώσε σε όλους το ίδιο. Αν αξίζουν εκείνοι 250 τότε αξίζω και ‘γω». Τελικά πήραν όλοι 500.

Έναν χρόνο αργότερα, η «σελέστε» συμμετέχει στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τον πόλεμο, που θα γινόταν στη Βραζιλία. Ολόκληρη χώρα θυμίζει «μεθυσμένη πολιτεία», με την ανέγερση του κολοσσιαίου «Μαρακανά» να φιλοδοξεί να στεγάσει τα όνειρα ενός λαού για τη δόξα και την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου για πρώτη φορά στην ιστορία.

Για την Ουρουγουάη οι προβλέψεις δεν είναι και οι πλέον ενθαρρυντικές μετά την απραξία της απεργίας και το κάζο στο Copa America του 1949. Η Ουρουγουάη, έναν χρόνο πριν, είχε ηττηθεί 1-5 από τη Βραζιλία στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Κατόπιν, έχασε από το Περού και τη Χιλή και τελείωσε τη διοργάνωση, η οποία κατέληξε στη Βραζιλία μετά από το επιβλητικό 7-0 επί της Παραγουάης στον τελικό.

Όμως ο «negro jefe» (μαύρο αφεντικό), όπως αποκαλείται πια ο 32χρονος Ομπντούλιο, δηλώνει «παρών» το 1950, πλαισιωμένος από μια νέα φουρνιά βιρτουόζων παικτών όπως ο Πέπε Σκιαφίνο, ο Όσκαρ Μίγκες και ο Αλσίδες Γκίτζια, όλοι συμπαίκτες στην Πενιαρόλ.

Και τα κατάφεραν σε έναν απίστευτο θρίαμβο. «Μην κοιτάξετε στις κερκίδες, μη σηκώσετε τα μάτια σας ψηλά, το παιχνίδι παίζεται κάτω. Όσοι και να είναι από πάνω σας, να σκέφτεστε ότι είναι από ξύλο και μέσα στο γήπεδο θα είμαστε έντεκα εναντίον έντεκα. Για να κερδίσουμε πρέπει να βάλουμε τα… αρχίδια μας στις άκρες των παπουτσιών μας» έλεγε πριν τη σέντρα ο αρχηγός, που κατά τη διάρκεια μιας αψιμαχίας, έριξε μπουνιά στον αριστερό μπακ της «σελεσάο» Μπιγκόντε.

Από δική του πάσα ξεκίνησε η ισοφάριση. Στο 66’ και με πρησμένο τον αστράγαλο, ο Βαρέλα δίνει στον Γκίτζια που περνάει τον Μπιγκόντε και ορμώντας από τα δεξιά πασάρει στον γκολτζή Πέπε Σκιαφίνο ο οποίος νικά τον Μοασίρ Μπαρμπόσα. Ακόμα κι έτσι η Βραζιλία ήταν πρωταθλήτρια Κόσμου, αρκεί να κράταγε έστω την ισοπαλία. Όμως το καθαρό μυαλό δεν υπήρχε στους παίκτες του Φλάβιο Κόστα, και η Ουρουγουάη είχε πάρει τα ηνία του ματς.

«Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σωπάσει με μία κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κι εγώ», είχε πει μοναδικά εύστοχα ο Αλσίδες Γκίτζια. Πράγματι το έκανε, όταν στο 79′, ο πανέξυπνος έξω δεξιά της «σελέστε» πέρασε πάλι τον Μπιγκόντε και μπήκε στην περιοχή, αλλά αντί να πασάρει επιλέγει να σουτάρει στην κλειστή γωνία του Μπαρμπόζα, αιφνιδιάζοντας τον γκολκίπερ των Βραζιλιάνων.

Την ίδια στιγμή που η Βραζιλία βυθιζόταν στο δικό της μαρτύριο, ο αρχηγός Ομπντούλιο Βαρέλα, παραλάμβανε το Κύπελλο «Ζιλ Ριμέ» και η Ουρουγουάη γινόταν Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για δεύτερη φορά στην ιστορία της. Ο ίδιος αναγνώρισε αργότερα: «100 φορές να παίζαμε, τις 99 θα χάναμε». Tο ίδιο βράδυ κάθισε για ένα ποτό με τους θλιμμένους Βραζιλιάνους σε ένα μπαρ έξω από το ξενοδοχείο. «Το Ρίο είχε νεκρώσει. Για έναν γ@μημένο αγώνα!». Αρκετά από τα μπαρ ήταν κλειστά ή άδεια ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκλαιγαν, ακόμα και στο δρόμο. Σε ένα από τα μπαρ που επισκέφτηκαν κάποιος τον αναγνώρισε. Όπως δήλωσε χρόνια μετά ο Βαρέλα, για λίγο φοβήθηκε πως θα τον λιντσάρουν. Τελικά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Κάποιοι του έδωσαν συγχαρητήρια, μερικοί εξέφρασαν τον θαυμασμό τους για το πως έπαιξε και κάποιοι άλλοι τον προσκάλεσαν να πιούνε παρέα. Ο ποδοσφαιριστής που γύρισε έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου ξενύχτησε μόνος του, μακριά από πανηγύρια, κάμερες και δημοσιογράφους, πίνοντας μαζί με τους ανθρώπους τους οποίους είχε πικράνει.

Ο Βαρέλα συνέχισε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1955 που σταμάτησε την καριέρα του, να παραμένει τόσο σπουδαίος στους αγωνιστικούς χώρους όσο αυθεντικός και πολιτικοποιημένος. Όταν η Πενιαρόλ επιχείρησε να βάλει πληρωμένη διαφήμιση στην εμφάνισή της, εκείνος αρνήθηκε, όντας ο μοναδικός παίκτης που μπήκε στον αγωνιστικό χώρο με «καθαρή» φανέλα.

Ηγήθηκε της Ουρουγουάης και στο Μουντιάλ του 1954 στην Ελβετία. Αν και 37 χρονών (ο γηραιότερος παίκτης που αγωνίστηκε σε Μουντιάλ μέχρι τότε), η απόδοσή του κυμάνθηκε στα γνωστά υψηλά επίπεδα όμως αναγκάστηκε λόγω τραυματισμού να απουσιάσει από τον ημιτελικό με την Ουγγαρία του Φέρεντς Πούσκας όπου και η ομάδα του γνώρισε την ήττα (δύσκολα) με 4-2.

Με τον Βαρέλα στη σύνθεσή της, η Ουρουγουάη δεν έχασε ποτέ σε αγώνα Μουντιάλ!

Αφού κρέμασε τα παπούτσια του, εξακολούθησε να εργάζεται ως οικοδόμος παραμένοντας φτωχός και ταπεινός ώσπου πέθανε, το 1996 σε ηλικία 79 ετών. Το μικρό πριμ που είχε δοθεί από την ομοσπονδία μετά το έπος στη Βραζιλία, ίσα που του έφτασε να αγοράσει ένα Ford του ’31, που μετά από μια εβδομάδα του τo είχαν ήδη κλέψει.

Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, όταν πλέον είχε άσπρα μαλλιά, ρωτήθηκε για τις παλιές εποχές: «Ήταν η εποχή του ρομαντισμού. Υπήρχαν δυσκολίες αλλά μου άρεσε. Ήμασταν ικανοποιημένοι και οι ομάδες ήταν μια οικογένεια. Τώρα είναι ανώνυμες εταιρίες… Γι’ αυτό σου λέω ότι όλα έχουν αλλάξει. Σκέψου τότε που έκανα ντεμπούτο με την Ουρουγουάη το 1939 απέναντι στη Χιλή. Ξέρεις πως είναι να φοράς τη γαλάζια φανέλα; Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Βάραιναν οι αναμνήσεις. Παλιά ήταν ο Νασάτσι και ο Λορένσο, δεν χάναμε. Ένας μαυρούλης όπως εγώ, που μόλις είχαν ξεκινήσει να παίζω, άκουγα τους μεγαλύτερους να μιλούν για την εθνική και το παρελθόν και με έπιανε ανατριχίλα».

«Εφυγε» το 1996, στα 87 του.