Menu

Τα κάλαντα και η ιστορία τους

Τα κάλαντα και η ιστορία τους

Κάλαντα. Σύμφωνα με τον ορισμό, αποτελούν «δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ’ έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων, ακόμη και των Βαΐων (ή Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνων της Μεγάλης Παρασκευής που είναι κατανυκτικά».

Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα, ενώ διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα «καλώ». Φέρουν το όνομα λοιπόν από τις καλένδες του Ιανουαρίου της Ρωμαϊκής Εποχής, δηλαδή τη Πρωτοχρονιά. Από τον 2ο αιώνα π.Χ. η Πρωτοχρονιά ξεκίνησε να γιορτάζεται τον Ιανουάριο, ενώ μέχρι τότε γιορταζόταν Μάρτιο. Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι προέρχονται από το γνωστό έθιμο των αρχαίων Ελλήνων της Ειρεσιώνης.

Αργότερα, στο Βυζάντιο, τα κάλαντα διατηρήθηκαν ως έθιμο και αφομοιώθηκαν από τον Χριστιανισμό. Επειδή, όμως κατά τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια η εκκλησία προσπαθούσε να περιορίσει και εκτοπίσει όλες τις μεγάλες γιορτές, θέλοντας να απαγορεύσει τις ειδωλολατρικές τελετές και γιορτές της Πρωτοχρονιάς, μετέβαλλε σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα των καλάντων. Έτσι, τα κάλαντα απέκτησαν μιαν επίφαση χριστιανική, την οποίαν διατηρούν μέχρι και σήμερα. Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα αποτελούν μια δοξασία στη θεία γέννηση του Χριστού, η οποία εξιστορείται από τους του στοίχους τους.

Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά αλλά και από ενήλικα άτομα, είτε μεμονωμένα είτε καθ’ ομάδας, που περιέρχονται οικίες, καταστήματα, δημόσιους χώρους κ.λπ. με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου, αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων (φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου, φλογέρας κ.λπ.). Τα παιδιά ρωτούν συνήθως «Να τα πούμε;» και περιμένουν την απάντηση «Να τα πείτε».

Η ιστορία τους συνδέεται λοιπόν με την αρχαία Ελλάδα. Έχουν βρεθεί αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα. Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και έπαιρναν δώρα. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων. Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης.

Αργότερα, το έθιμο μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Από τον 13ο αιώνα και μετά τα κάλαντα απέκτησαν σημασία και διαδόθηκαν. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, φανάρια ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τυμπάνου.

Το έθιμο του ψαλμού των καλάντων, αρχικά καταδικάστηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ως ενοχλητικό ρωμαϊκό κατάλοιπο. Στη συνέχεια όμως, αφομοιώθηκαν από τον Χριστιανισμό, για να γίνουν ίσως το μοναδικό τόσο παλιό έθιμο που διατηρείται ζωντανό μέχρι σήμερα σε όλη την Ελλάδα – τόσο στην επαρχία, όσο και στα αστικά κέντρα.

Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές τα «Χρόνια Πολλά» το φιλοδώρημα, είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα). Σχετική με αυτό είναι και η παρασκευή «κουλούρας» ονομαζόμενη «κολλίκι» (Βέροια) ή «κουλιαντίνα» (Σιάτιστα).

Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, στη καθαρεύουσα, δηλώνοντας την άμεση καταγωγή τους.

Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται αυτά σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά (κατά περιοχή).

Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα που τραγουδάνε συνήθως τα παιδιά στις πόλεις την παραμονή της 25ης Δεκεμβρίου, είναι ένα σύντομο απόσπασμα της πλήρους μορφής που έχει πολύ περισσότερους στίχους.

Συνάμα, κατά την αρχική περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας καθιερώθηκε το έθιμο της απαγγελίας των καλάντων από τους άνδρες της ανακτορικής φρουράς ενώπιον των Βασιλέων προς την αντιστοιχία παρομοίων εθιμικών ευχητικών εκδηλώσεων σε άλλους Ευρωπαϊκούς Βασιλικούς Οίκους. Το έθιμο αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα γενικευμένο όμως και σε πρόσωπά πολιτικά αλλά και από ομάδες, συλλόγους, χορωδίες κλπ.

Έχουν δε καταμετρηθεί περισσότερες από 30 παραλλαγές καλάντων σε όλη την Ελλάδα. Σχεδόν σε όλες, το περιεχόμενο είναι το ίδιο: χαιρετισμός στους «νοικοκύρηδες», αναγγελία του χαρμόσυνου γεγονότος της γέννησης του Χριστού και, τέλος, ευχές για μακροζωία, υγεία, χαρά ή καλή σοδειά και προκοπή για τους οικοδεσπότες.

Η γλώσσα τους, καθαρεύουσα διανθισμένη με τοπικούς ιδιωματισμούς, μαρτυρά την παλαιότητά τους και την πατρίδα του εκάστοτε τραγουδιού.


Δημοσιεύτηκε στο E-magazino.gr στις 24/12/2017