Menu

Τα «Ευαγγελικά». Ξύλο και νεκροί στην Αθήνα για τη… μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική

Τα «Ευαγγελικά». Ξύλο και νεκροί στην Αθήνα για τη… μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική

Ως «Ευαγγελικά», ή Ευαγγελιακά, έχουν καταγραφεί τα αιματηρά επεισόδια που έλαβαν χώρα στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 1901 με αφορμή τη δημοσίευση από την εφημερίδα «Ακρόπολις» των Ευαγγελίων μεταφρασμένων (στην πραγματικότητα μεταγλωττισμένων ή, αλλιώς, παραφρασμένων, κατά την τρέχουσα τότε άποψη) στη δημοτική γλώσσα από τον Αλέξανδρο Πάλλη στις 9 Σεπτεμβρίου 1901.

Τότε είχε αρχίσει να κάνει δειλά δειλά την εμφάνιση της η μεσοαστική τάξη στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπως συνέβαινε και στις άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Παράλληλα, ένα ανερμάτιστο συνδικαλιστικό κίνημα άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά ενώ η νωπή ακόμη ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, όπως την αντιλαμβάνονταν οι και μετέπειτα αθεράπευτοι θιασώτες της Εθνικής Εταιρίας, οδήγησε στην αναθέρμανση του άκρατου εθνικισμού.

Εκείνη την εποχή, ένας λόγιος βαμβακέμπορος του Λονδίνου, ο συγγραφέας Αλέξανδρος Πάλλης, «ἀποδίδει εἰς τὴν γνησίαν γλῶσσαν τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ» το Ευαγγέλιο, τις τέσσερις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών της Αγίας Γραφής που τις προσονόμασε Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο. Το έργο αυτό εκτυπώθηκε σε «ἐργαστήριον ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῆς Αἰγύπτου» το 1901 με έξοδα της βασίλισσας Όλγας. Κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς. Ήδη, βέβαια, η πρώτη μεταφραστική απόπειρα εκείνης της εποχής είχε γίνει το 1898, όταν η βασίλισσα Όλγα έδωσε σχετική εντολή στη γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου, πράγμα που είχε προκαλέσει την οργή των αρχαϊστών.

Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη καθώς “εἰς τὴν καθομιλουμένην ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἡ ἑλληνικὴ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπηγόρευσε πᾶσαν μετάφρασιν ἢ παράφρασιν τοῦ πρωτοτύπου ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Κ. Διαθήκης καὶ αὐτοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Π. Διαθήκης” κατά τους πρόσφατους αιώνες. Ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων με την ποινή του αφορισμού την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη και με την ποινή του αναθέματος την μετάφρασή της σε απλούστερη γλώσσα.

Όταν έφτασε και στην Αθήνα αυτή η απόδοση των Ευαγγελίων πέρασε εντελώς απαρατήρητη. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν η εφημερίδα «Ακρόπολις αποφάσισε» τον Οκτώβριο του 1901 να το δημοσιεύει σε συνέχειες, υπό τον τίτλο «Τὸ ἔργον τῆς Βασιλίσσης ἡ Ἀκρόπολις τὸ συνεχίζει». Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι «θεάρεστον ἔργον εἶναι» να φθάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι και να «γίνει ἀπολύτως ἀντιληπτόν» από κάθε Ορθόδοξο Έλληνα το Ευαγγέλιο. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα.

Εκείνοι που αντέδρασαν σε αυτό το έργο ήταν οι φοιτητές «τοῦ Ἀθήνησιν», αλλά και καθηγητές. Μπορεί να γίνει όμως κατανοητή η αντίδραση αυτή έχοντας κατά νου την επικράτηση εκείνη την εποχή των «γλωσσαμυντόρων» (υποστηρικτών της συνεχούς και στενά συνδεδεμένης πορείας της νέας γλώσσης ως προς την αρχαία), μερικοί εκ των οποίων ήταν υποστηρικτές του άκρατου εθνικισμού, πράγμα που για το κατεστημένο σήμαινε ότι η βάση και η ουσία του ελληνικού έθνους ήταν η αρχαιολατρία. Έκφραση αυτής της κατάστασης αποτελούσε η αρχαΐζουσα «καθαρεύουσα» γλώσσα. Η απόκλιση από τη χρήση της θεωρούνταν εθνικό έγκλημα και όποιος την υπονόμευε προδότης, ανεξάρτητα από το αξίωμα, την κοινωνική ή πολιτική θέση που μπορεί να κατείχε. Στα πρωτοσέλιδα διαφόρων εφημερίδων οι δημοτικιστές παρουσιάζονταν ως άθεοι, προδότες και Σλάβοι, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας.

Με την παρακίνηση καθηγητών τους, όπως οι φανατικότεροι «γλωσσαμύντορες» αντιδημοτικιστές ακαδημαϊκοί Κόντος, Βάσης και Μιστριώτης, οι φοιτητές άρχισαν να δραστηριοποιούνται. Η εφημερίδα της εποχής Τὸ Ἄστυ ανέφερε σχετικά με τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής το μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου ότι «εἶχον συναθροισθῆ εἰς τὸ ἀμφιθέατρον τοῦ Πανεπιστημίου». Και συνέχιζε: «Μετὰ μικρὰν συζήτησιν ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς μεταφράσεως τοῦ Εὐαγγελίου ἀπεφάσισαν ὅπως μεταβῶσιν εἰς τὴν δημοσιεύσασαν αὐτὴν ἐφημερίδα ἐν σώματι καὶ ζητήσουν τὴν διακοπὴν τῆς δημοσιεύσεως. Ἀλλὰ μετὰ νεωτέραν σύσκεψιν ἐθεώρησαν καλὸν νὰ ἑνωθῶσι καὶ μετὰ φοιτητῶν τῶν λοιπῶν σχολῶν καὶ ὅλοι ὁμοῦ νὰ προβοῦν εἰς διαμαρτυρίαν πρὸ τῶν γραφείων τῶν ἐφημερίδων ὅσαι ἔγραψαν ὑπὲρ τῆς μεταφράσεως τοῦ Εὐαγγελίου».

Τα πράγματα δεν έμειναν όμως στα πλαίσια εκείνων που συζητήθηκαν και οι φοιτητές δεν περιορίστηκαν στο αίτημά τους. Περίπου 500 φοιτητές εισέβαλαν στα γραφεία της Ακροπόλεως, στην οδό Σταδίου, απείλησαν όσους βρήκαν εκεί ότι «θὰ τὴν πυρπολήσουν […] καὶ διὰ βροντωδῶν φωνῶν ἄλλοι ἀπὸ τὰ παράθυρα ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἐξώστας τῶν γραφείων καὶ οἱ λοιποὶ ἀπὸ κάτω» έβριζαν τον Γαβριηλίδη, ο οποίος απουσίαζε. Έφτασε εγκαίρως εκεί, όμως, ο διευθυντής της Αστυνομίας Βούλτσος ο οποίος, εντελώς αυθαίρετα, «τοὺς διεβεβαίωσεν ὅτι δὲν θὰ ἐπαναληφθῇ ἡ δημοσίευσις τῆς περὶ ἧς ὁ λόγος μεταφράσεως. Ἀφοῦ δὲ ἐπανειλημμένως ἐζητωκραύγασαν ὑπὲρ αὐτοῦ οἱ φοιτηταὶ ἀπεσύρθησαν ἐκεῖθεν».

Αλλά αυτή η δήλωση του αρχηγού της Αστυνομίας δεν σήμαινε ότι η «Ακρόπολις» θα διέκοπτε τη δημοσίευση της Νέας Διαθήκης. Συνέχισε τη δημοσίευση αλλά αυτό «ἠρέθισε τὴν πάλλουσαν ἐθνικοῦ σθένους Νεολαίαν». Στις 20 Οκτωβρίου διακόπηκε η δημοσίευση της σειράς από την εφημερίδα. Στις 3 και 4 Νοεμβρίου το κέντρο της Αθήνας «ἐπάλλετο» καθώς οι εκατοντάδες διαδηλωτές δεν απειλούσαν πλέον μόνο την εφημερίδα, αλλά έκαναν «ἔκκλησιν» στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ να επέμβει στην κατάσταση και να αφορίσει τον Αλέξανδρο Πάλλη, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν την σύγκληση της Ιεράς Συνόδου «ἵνα ἐπιμεληθῇ τῆς ἀποπομπῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου».

Οι εφημερίδες της εποχής Εμπρός, Σκριπ και Καιροί κατέκριναν την Ακρόπολη και συστρατεύθηκαν με τους φοιτητές, μιλώντας για «κινδύνους» τους οποίους αντιμετώπιζε το έθνος εξαιτίας της παράφρασης του Ευαγγελίου. Έτσι, στο δρόμο άρχισαν να κατεβαίνουν όχι μόνο φοιτητές αλλά και δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα, έτοιμοι να λιντσάρουν τους εχθρούς της «γλώσσης τῶν προγόνων» μας.

Έτσι το ζήτημα αρχίζει να παίρνει άλλη τροπή. Δεν ήταν πλέον γλωσσικό ή έστω θρησκευτικό θέμα αλλά είχε αναδειχθεί σε πολιτικό θέμα «εθνικών διατάσεων». Υποδαυλίζονταν τα πνεύματα με απόψεις όπως ότι η «μετάφραση» του Ευαγγελίου ήταν έργο των «ἐχθρῶν τῆς πατρίδος» και ότι η αιτία ήταν ο «σλαβικός κίνδυνος». Έτσι, δεν άργησαν τα πράγματα να εξελιχθούν σε τραγωδία.

Όταν κάποιοι «ἐν ἐθνικῇ μέθῃ τελοῦντες» επιχείρησαν να παραβιάσουν την πύλη της Βουλής και να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, και άλλοι θέλησαν να καταλάβουν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής «διὰ νὰ φρονηματίσουν» τον Αρχιεπίσκοπο, η Χωροφυλακή —καθώς δεν υπήρχε Αστυνομία τότε— «ἐδοκίμασε ἐπὶ κεφαλῶν (των διαδηλωτών) ἄμετρον βίαν». Τα επεισόδια έλαβαν μεγάλες διαστάσεις.

Στις 7 Νοεμβρίου μια ογκώδης και οχλοκρατική συγκέντρωση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την οποία συγκάλεσαν αυτόκλητοι «γλωσσαμύντορες» και πολιτευτές της ομάδας Δηλιγιάννη, κατέληξε σε φονικό. Οι χωροφύλακες, χάνοντας τον έλεγχο της κατάστασης, πυροβόλησαν στο πλήθος όταν κάποιοι, παρακινούμενοι από το υβρεολόγιο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, άρχισαν να κινούνται προς την Αρχιεπισκοπή.

Ο τραγικός απολογισμός των επεισοδίων αυτών ήταν 8 έως 11, σύμφωνα με διάφορες πηγές, νεκροί. Επίσης, υπήρξαν 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα.

Υπήρξαν όμως και άλλα θύματα. Η εφημερίδα «Ἀκρόπολις» διέκοψε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και στο φύλλο της 7ης Νοεμβρίου ζήτησε συγγνώμη από τους φοιτητές δηλώνοντας ότι η εφημερίδα παραμένει «πολέμιος ἀμείλικτος παντὸς φρονοῦντος ἀντεθνικῶς καὶ ἀτίμως ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον δὲν πρέπει νὰ ἀναγιγνώσκεται ἐν ταῖς εκκλησίαις εἰς ἄλλην τινὰ γλῶσσαν πλὴν ἐκείνης εἰς τὴν ὁποίαν ἐγράφη ὑπὸ τῶν Θεοπνεύστων ἀνδρῶν».

Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος (1896-1901) αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όπως και η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη. Τα «Εὐαγγελικά» όμως οδήγησαν και σε κλιμάκωση της έντασης των όχι ιδιαίτερα θερμών σχέσεων της βασίλισσας Όλγας με τη σύζυγο του γιου της, διαδόχου Κωνσταντίνου, τη Σοφία. Η εθνική και δογματική διαφορά που τις χώριζε τροφοδότησε ακόμη έναν εθνικό διχασμό, καθώς η Όλγα, Ρωσίδα μεγάλη δούκισσα, θεωρούνταν εκφραστής των ρωσικών, δηλαδή «σλαβικών», συμφερόντων στην Ελλάδα και η Σοφία, πρώην πριγκίπισσα της Πρωσίας, των γερμανικών.

Ανάλογες αντιδράσεις είχε προκαλέσει λίγο αργότερα η μετάφραση της Ορέστειας του Αἰσχύλου από τον Γεώργιο Σωτηριάδη, ενός «εὐρυμαθοῦς ἑλληνιστοῦ καὶ διαπρεποῦς ἀρχαιολόγου» από τα αρχαία ελληνικά στην καθαρεύουσα. Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινημένοι και αυτή τη φορά από τον καθηγητή τους Γ. Μιστριώτη, διαδήλωσαν απαιτώντας να μη γίνει η παράσταση. Οι διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με έναν, ή κατά άλλες πηγές δύο, νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Τα θλιβερά αυτά επεισόδια έμειναν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά».

Μια ακόμη συνέπεια των Ευαγγελικών ήταν η προσθήκη από την αναθεωρητική βουλή του 1911 στο Σύνταγμα (άρθρο 2, παράγραφος 2) της εξής φράσης: «Τὸ κείμενον τῶν Ἁγίων Γραφῶν τηρείται ἀναλλοίωτον· ἡ εἰς ἄλλον γλωσσικὸν τύπον ἀπόδοσις τούτου ἄνευ τῆς προηγούμενης ἐγκρίσεως καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀπαγορεύεται ἀπολύτως». Όταν έγινε η αναθεώρηση του Συντάγματος το 1927 η φράση τροποποιήθηκε στη μορφή «ἄνευ τῆς προηγούμενης ἐγκρίσεως τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Η διάταξη αυτή παρέμεινε απαράλλαχτη για τα επόμενα 50 περίπου χρόνια. Στο τελευταίο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 3, παράγραφος 3) προστέθηκε η λέξη «ἐπίσημος» («ἡ εἰς ἄλλον γλωσσικὸν τύπον ἐπίσημος μετάφρασις»), ενώ στη συζήτηση που συνοδεύτηκε στη Βουλή διευκρινίστηκε η έννοια της “ἐπισήμου” μετάφρασης. Μολαταύτα, οι μεταφραστικές προσπάθειες συνεχίστηκαν όλες τις επόμενες δεκαετίες καθώς ανταποκρίνονταν στη βαθύτερη ανάγκη του λαού για την απόδοση της Γραφής σε γλώσσα σύγχρονη και κατανοητή.

 

ΥΓ. Η Δημοτική θα αναγνωριστεί ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους 75 χρόνια αργότερα…