Menu

Όταν η Ελλάδα άλλαξε νόμισμα (και μετά ήρθαν τα μνημόνια)

Όταν η Ελλάδα άλλαξε νόμισμα (και μετά ήρθαν τα μνημόνια)

Οι δώδεκα χώρες της ζώνης του ευρώ ολοκλήρωσαν σαν σήμερα πριν από 20 χρόνια το πέρασμα στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, επιτυγχάνοντας τη μεγαλύτερη οικονομική μεταρρύθμιση της σύγχρονης ιστορίας τους.

Η μετάβαση από 12 εθνικά νομίσματα στο ευρώ άνοιγε τους ορίζοντες για την ευρωπαϊκή οικονομία που θα μπορούσε συντονισμένα να παίξει αναβαθμισμένο ρόλο στις παγκόσμιες αγορές, και θα αναβάθμιζε τις οικονομικές δυνατότητες των Ευρωπαίων πολιτών.

Τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς του 2002, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης φωτογραφίστηκε δίπλα σε ΑΤΜ, κρατώντας στα χέρια του χαρτονομίσματα του νέου νομίσματος της χώρας, του ευρώ. Δίπλα του, ο τότε διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Λουκάς Παπαδήμος, χειροκροτούσε.

Ο κ. Σημίτης συνδέθηκε με το χρηματιστήριο αφού επί πρωθυπουργίας του, πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες είχαν ενασχόληση με μετοχές. Πολλές από αυτές, όμως, τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1999 αποδείχθηκαν “φούσκες”, η αξία τους εκμηδενίστηκε, και η κυβέρνηση Σημίτη έγινε στόχος σκληρής κριτικής για τους χειρισμούς της.

Η Ελλάδα με τις κυβερνήσεις Σημίτη, έκανε τα πάντα για να επιτευχθεί ο στόχος του ευρώ. Στο δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της επίτευξης των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την ένταξη στο ευρώ, φτάσαμε στη μείωση του ελλείμματος από 10,4% το 1995 σε 1,09% το 1999 και του δημοσίου χρέους από 111,3% του ΑΕΠ σε 105,2%.

Το 2001 η είσοδος στην Ευρωζώνη γιορτάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε συμμαχήσει ακόμη και με την Goldman Sachs προκειμένου να εξασφαλίσει την υλοποίηση της. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, φάνηκε πως το ευρωπαϊκό όνειρο είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Το 2003 το ΔΝΤ ενημέρωσε την κυβέρνηση Σημίτη ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας που είχε υποστεί η Ελλάδα από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση ήταν δραματική και πως, προκειμένου η ελληνική οικονομία να αντέξει στο ευρώ, απαιτούνταν άμεσα διαρθρωτικά μέτρα και ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας για να επιτευχθεί επείγουσα εσωτερική υποτίμηση.

Σε έκθεσή του τον Ιούνιο του 2003 το ΔΝΤ αποτύπωνε τη ραγδαία ανατίμηση της Πραγματικής Σταθμισμένης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας της Ελλάδας, η οποία είχε απογειωθεί στα επίπεδα-ρεκόρ που είχαν καταγραφεί το 1997 και που είχαν οδηγήσει σε υποτίμηση της δραχμής κατά 14%.

Χωρίς την επιλογή της υποτίμησης η Ελλάδα βρέθηκε απέναντι σε ένα τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Την κατάσταση επιδείνωνε η ανατίμηση του ίδιου του ευρώ.

Στα μέσα του 2003 η κυβέρνηση Σημίτη πληροφορούνταν από το ΔΝΤ ότι, προκειμένου να μην αποτύχει το πείραμα της ένταξής της στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα χρειαζόταν εσωτερική υποτίμηση τουλάχιστον κατά 15%, ποσοστό εξαιρετικά μεγάλο και αντίστοιχο σχεδόν με αυτό που σημειώθηκε μεταξύ 2010-2013 με την εφαρμογή του γνωστού προγράμματος ακραίας λιτότητας της τρόικας.

Μπροστά στον κίνδυνο δριμείας ύφεσης αν επιχειρούνταν εσωτερική υποτίμηση αλλά και αδυνατώντας να παραδεχτεί τον εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας εντός Ευρωζώνης, η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε να υποσχεθεί τη λήψη μέτρων για να ικανοποιήσει το ΔΝΤ και τους εταίρους της.

Η συναλλαγή της Goldman Sachs το 2001 προέβλεπε την ανταλλαγή ομολόγου ύψους 10 δισ. ευρώ από γεν σε ευρώ με τη χρήση μιας ιστορικής τιμής συναλλάγματος, που εμφάνιζε το δάνειο μειωμένο κατά 2,8 δισ. ευρώ. Χρησιμοποιούσε επίσης ένα swap με επιτόκιο εκτός αγοράς για την αποπληρωμή του δανείου (τα swaps δίνουν τη δυνατότητα στους αντισυμβαλλόμενους να ανταλλάξουν δύο μορφές επιτοκίων, όπως τα σταθερά και τα κυμαινόμενα, με σημείο αναφοράς ένα θεωρητικό ποσό χρέους).

Το swap περιελάμβανε την ανταλλαγή ελληνικού δημόσιου χρέους από γεν και δολάρια, εκτιμώμενο σε 10 δισ. δολάρια ευρώ περίπου, με τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες εκείνης της εποχής, σε ένα ποσό που υπολειπόταν των 10 δισ. ευρώ με την διαφορετική ισοτιμία (off market) που έγινε η συναλλαγή.

Ο λόγος για τον οποίο η τρέχουσα αξία του swap -στην ουσία μιλάμε για μια σειρά επιμέρους swap- δεν ήταν μηδέν, όπως συνήθως συμβαίνει, ήταν γιατί η συμφωνία ανταλλαγής βασίστηκε σε μια συναλλαγματική ισοτιμία που διέφερε από την τρέχουσα (spot) της εποχής.

Η χρονική διάρκεια των συμφωνιών (tranches) του συγκεκριμένου swap εκτιμάται σε 15 χρόνια και ίσως παραπάνω.

Η Goldman Sachs πούλησε το currency swap στην Εθνική Τράπεζα το 2005 ως IRS swap, δηλαδή ανταλλαγής επιτοκιακών ροών σε ευρώ.

Η διαφορά των 2,8 δισ. ευρώ έγινε ένα έμμεσο δάνειο της Goldman στην Ελλάδα, ως ένα ακόμα swap, που δεν θα φαινόταν στο χρέος και θα αποπληρωνόταν λοιπόν το 2019. Τα κόστη των χρηματιστηριακών συναλλαγών επί του swap αυξήθηκαν διότι η συμφωνία είχε θεωρητική αξία που ξεπερνούσε τα 15 δισ. ευρώ, ποσό υψηλότερο του ίδιου του δανείου. Λόγω του μεγέθους και της περιπλοκότητας της συμφωνίας η Goldman Sachs χρέωσε αναλογικά υψηλότερες προμήθειες χρηματιστηριακών συναλλαγών απ’ ό,τι χρέωνε για συμφωνίες μικρότερου μεγέθους και απλούστερης δομής.

? Σύμφωνα με έκθεση της Eurostat (15/11/2010), “η Ελλάδα πραγματοποίησε σε μεγάλο αριθμό ανταλλαγές χρέους (swaps) εκτός αγοράς από το 2001 έως και τα τέλη του 2007, οι οποίες οδήγησαν στην αύξηση του εθνικού χρέους της”. Όλα αυτά ήταν μέχρι σήμερα, λίγο πολύ γνωστά. Η είσοδος της χώρας στο ευρώ έγινε με βίαιο τρόπο και χωρίς σωστή προετοιμασία. Τα χρέη έφτασαν “στον Θεό” εξ αιτίας των επαχθών δανεισμών και της κακής διαχείρισης, και φτάσαμε στο πρώτο, το δεύτερο αλλά και το τρίτο μνημόνιο που δεσμεύουν την οικονομία σε διαρκή λιτότητα.

Και μετά ήρθε ο Καραμανλής…