Menu

Ο Αλμπέρ Καμί χρωστούσε στο ποδόσφαιρο «όσα ξέρω για την ηθική και το καθήκον»

Ο Αλμπέρ Καμί χρωστούσε στο ποδόσφαιρο «όσα ξέρω για την ηθική και το καθήκον»

Ο Αλμπέρ Καμί υπήρξε και παραμένει ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς και διανοητές με διεθνή ακτινοβολία και ευδιάκριτο αποτύπωμα στην λογοτεχνία, το θέατρο και την φιλοσοφία.

Είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του «Ο Ξένος», που αποτελεί την μυθιστορηματική ανάπτυξη της φιλοσοφίας του παραλόγου, της οποίας υπήρξε ένας από τους εισηγητές. Το 1957, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και τρία χρόνια αργότερα έφυγε από την ζωή σε τροχαίο δυστύχημα σαν σήμερα, σε ηλικία μόλις 47 ετών – στην ακμή της δημιουργικότητάς του.

Γεννήθηκε στο Μοντοβί της Γαλλικής Αλγερίας στις 7 Νοεμβρίου 1913. Ο πατέρας του, ένας φτωχός βιοπαλαιστής που είχε έλθει στην Αλγερία για να κάνει την τύχη του, σκοτώθηκε στον πόλεμο. Η ισπανικής καταγωγής μητέρα του δούλευε ως παραδουλεύτρα για να μεγαλώσει αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Η οικογένεια του, μετά τον θάνατό του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Αλγέρι και έζησε σε ένα μικρό δυάρι με την γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του και έναν παράλυτο θείο του.

Παράλληλα με τις σπουδές του ο Καμί ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με το ποδόσφαιρο, αλλά μια κρίση φυματίωσης το 1930, έβαλε τέλος στα αθλητικά του όνειρα. Χρόνια αργότερα ενθυμούμενος αυτά που του προσέφερε το ποδόσφαιρο είπε την γνωστή ρήση: «Στο ποδόσφαιρο χρωστάω όσα ξέρω για ηθική και καθήκον».

Ο Αλμπέρ Καμί χρωστούσε στο ποδόσφαιρο «όσα ξέρω για την ηθική και το καθήκον»

Η επιδείνωση της υγείας του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το ανθυγιεινό διαμέρισμα στο οποίο έμεινε για 15 χρόνια και να ζήσει μόνος του κάνοντας διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αλγερίου, από την οποία αποφοίτησε το 1936 με μια εργασία για την σχέση της ελληνικής και χριστιανικής σκέψης στα κείμενα του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου.

Στην πρωτεύουσα της Αλγερίας σφυρηλάτησε την προσωπικότητά του και πραγματοποίησε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Εκεί ένιωσε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και σε ηλικία 21 ετών παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα του, την Σιμόν Ιέ, από την οποία γρήγορα χώρισε, επειδή ο ένας απατούσε τον άλλον. Εκεί πολιτικοποιήθηκε μέσα από τις τάξεις του Κ. Κ Γαλλίας, αλλά γρήγορα και εδώ διαχώρισε την θέση του και διαγράφηκε ως τροτσκιστής. Στο Αλγέρι άρχισε να δημοσιογραφεί ως πολιτικός συντάκτης και λογοτεχνικός κριτικός και εκεί έγραψε τα πρώτα του έργα.

Ζώντας στην Γαλλία, συμμετείχε στην αντίσταση κατά της γερμανικής Κατοχής και κατά την διάρκειά της, εξέδωσε το πρώτο σπουδαίο έργο του, το μυθιστόρημα «Ο Ξένος» (1942). Πρόκειται για μια έξοχη σπουδή στην αλλοτρίωση του ανθρώπου του 20ου αιώνα, μέσα από το το ενός «ξένου» καταδικασμένου σε θάνατο όχι τόσο επειδή πυροβόλησε έναν Άραβα, αλλά επειδή αρνείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε το φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ο Μύθος του Σίσυφου», που αναλύει μία αντίληψη του παραλόγου. Το ίδιο χρονικό διάστημα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την μαθηματικό Φρανσίν Φορ, η οποία του χάρισε δύο κόρες. Όπως και με την Ιέ δεν υπήρξε το πρότυπο του πιστού συζύγου.

Ο Καμί εξέδωσε και άλλα σημαντικά έργα, όπως τα μυθιστορήματα «Η πανούκλα» (1943) και η «Πτώση» (1956), το θεατρικό «Καλιγούλας» (1944) και το δοκίμιο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951), που προκάλεσε σκληρές διαμάχες μεταξύ των μαρξιστών της εποχής του. Τον Απρίλιο του 1955 βρέθηκε στην Αθήνα και συμμετείχε σε εκδήλωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο για «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού», που δεν είναι άλλο από μια Ευρώπη με ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά, όπως υποστήριξε.

Ο Αλμπέρ Καμί χρωστούσε στο ποδόσφαιρο «όσα ξέρω για την ηθική και το καθήκον»

Το 1957, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας σε ηλικία μόλις 44 ετών και έγινε έτσι ο νεότερος συγγραφέας που είχε τιμηθεί μέχρι τότε με το επίζηλο βραβείο. Τρία χρόνια αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου 1960, το νήμα της ζωής του κόπηκε απότομα, όταν έπεσε θύμα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος.

Ο Καμί και το ποδόσφαιρο

«Έχοντας δοκιμάσει αμέτρητες εμπειρίες, μπορώ να πω με σιγουριά ότι όσα ξέρω σχετικά με την ανθρώπινη ηθική το οφείλω στο ποδόσφαιρο» έλεγε.

Ο Γάλλος διανοούμενος είχε καλύψει τη θέση του τερματοφύλακα για τη Racing Universitaire d’ Alger (RUA). Στο εφηβικό. Μάλιστα, οι αναφορές των αγώνων τον θέλουν να αγωνίζεται με πάθος και γενναιότητα. Σταμάτησε λόγω ασθενείας, αλλά κατάφερε να «ακούσει» την καρδιά του αθλήματος.

Σ’ όλο το έργο του, ο Καμί φανερώνει το απωθημένο που είχε να γίνει ένας ποδοσφαιριστής. Οι φιλοσοφικοί στοχασμοί του ταυτίζονται με την ψυχολογία του τερματοφύλακα, αλλά και τη σαφέστατη απογοήτευση του ανενεργού παίκτη που είναι ανήμπορος να συμμετάσχει ενεργά στον αγώνα, όπως ακριβώς κι ο ίδιος.

Αναγκάστηκε να σταματήσει το ποδόσφαιρο σε ηλικία 17 ετών μόλις. Αυτό του κόστισε, όπως φαίνεται από τα «Σημειωματάριά» του: «Πώς είναι οι Κυριακές ενός ποδοσφαιριστή που δεν μπορεί να παίξει», γράφει. «Πλήττει τις Κυριακές από τότε που του απαγορεύτηκαν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες. Σέρνεται στους δρόμους, κλωτσάει τα χαλίκια προσπαθώντας να τα στείλει κατευθείαν στους υπονόμους».

Χαρακτηριστικό είναι και το απόσπασμα από την «Πανούκλα», όπου o αγωνιστικός χώρος έχει μετατραπεί σε χώρο υποδοχής των αρρώστων και κάποιοι ποδοσφαιριστές βοηθούν τη δύσκολη κατάσταση, χωρίς να ξεχνούν τη δίψα τους να αγωνιστούν ξανά. Ο ίδιος ξεκίνησε να αγωνίζεται από παιδική ηλικία, ενώ σημασία έχει ο λόγος για τον οποίο διάλεξε τη θέση κάτω από τα γκολπόστ: Η αυστηρή γιαγιά του, που ήλεγχε τα παπούτσια του ύστερα από κάθε αγώνα και απαιτούσε να βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, πράγμα από δύσκολο έως ακατόρθωτο, εκτός αν είσαι τερματοφύλακας, όπως έξυπνα σκέφτηκε ο νεαρός Αλμπέρ.

Ο Αλμπέρ Καμί χρωστούσε στο ποδόσφαιρο «όσα ξέρω για την ηθική και το καθήκον»

Στις 6 Ιουνίου 1932 τελειώνει άδοξα η σταδιοδρομία ενός σπουδαίου ταλέντου, όταν διαγνώστηκε με φυματίωση.

Το ποδόσφαιρο για τον Καμί είχε μια εσωτερική τάξη σε έναν παράλογο κόσμο. Αντίθετα με την υποκρισία των ελιτίστικων σπορ, το ποδόσφαιρο έβαζε τις βάσεις του στις αλάνες. Οι κανόνες του είναι απλοί και εύκολα κατανοητοί. Αυτή η απλότητα είναι που το κάνει μαζικό και δημοφιλές. Μακριά από πολιτικές που δημιουργούν πολύπλοκα συστήματα, όπου οι λέξεις χάνουν το νόημά τους και ξεχνιούνται γρήγορα, το ποδόσφαιρο είναι αφοπλιστικά πειθαρχημένο. Το γήπεδο είναι το ίδιο για όλους, η μπάλα κοινή και εκείνο που κάνει κάποιον να ξεχωρίσει είναι το ταλέντο και η σκληρή δουλειά. Η τάξη στο παράλογο.

«Το 1940 προσπάθησα να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο στη Γαλλία. Πριν από το τέλος του πρώτου ημιχρόνου, η γλώσσα μου κρεμόταν όπως εκείνων των σκυλιών των Καμπίλ που βλέπεις στις 2 το μεσημέρι στο Τίζι Ούζου».

Ως τερματοφύλακας δε, δήλωνε πως «το ποδόσφαιρο μου έμαθε κάτι πολύ χρήσιμο στη ζωή. Ότι η μπάλα σπανίως πηγαίνει εκεί που την περιμένεις».

Το Τίζι Ούζου είναι ένα χωριό στην καρδιά της ερήμου. Από εκεί το 1953 το ζεύγος Ζιντάν ξεκίνησε για να πάει στη Μασσαλία ως Πιέ Νουάρ. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, το παράλογο ολοκληρώθηκε με το παιδί αυτών των Καμπίλ να γίνεται ο εθνικός ήρωας και σπουδαιότερος αθλητής της Γαλλίας.