Menu

Περί στοιχήματος και θεωρίας

Περί στοιχήματος και θεωρίας

Ο τζόγος και γενικότερα το στοίχημα υπάρχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια αλλά επίσημες διασταυρωμένες αναφορές ξεκινάν γύρο στα μέσα του 18ου αιώνα στην Αγγλία, που θεωρείται η… μητέρα του στοιχηματισμού σε διάφορα αθλήματα και κούρσες.

Η ιδέα του κέρδους ενός μεγάλου χρηματικού ποσού με ένα μικρό ποντάρισμα που μπορεί να αλλάξει τη ζωή καθενός, συγκινεί και ενθουσιάζει. Πολλοί παίκτες πιστεύουν ότι η διαφορά ανάμεσα στο τζόκερ και στο αθλητικό στοίχημα είναι ότι στο δεύτερο δεν μετρά απόλυτα η τύχη, αλλά ο παίκτης έχει πολύ μεγαλύτερο έλεγχο δεδομένων προτού επενδύσει τα χρήματά του.

Ειδικότερα, το ποδοσφαιρικό στοίχημα αρχικά αποτελούσε απλά και μόνο μια μορφή διασκέδασης. Στη Βρετανία το στοίχημα τη δεκαετία του ‘20 έμοιαζε περισσότερο με λαχείο παρά με αυτό που γνωρίζουμε σήμερα. Προσέφερε μεγάλα κέρδη με μικρό χρηματικό ρίσκο.

Το στοίχημα στην Ελλάδα «αφίχθη» στα μέσα της δεκαετίας του 1990 σε ένα μάλλον «γκρίζο» καθεστώς, με ιδιωτικό δίκτυο αυτοσχέδιων πρακτόρων, που αποτελούνταν από κάθε καρυδιάς καρύδι: από… παντοπώλες μέχρι ιδιοκτήτες καφενείων. Εκτοτε, τη μακρινή και πρωτόγονη εποχή μέχρι τη σημερινή, το στοίχημα στην Ελλάδα πέρασε από πολλές φάσεις.

Τα πρώτα κουπόνια που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα ήταν σε μορφή… χαρτιού, έρχονταν μάλιστα με φαξ από την Κύπρο, από την εταιρία Cosmos και περιείχαν αγώνες από τα κυριότερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Στην αρχή είχαν αποδόσεις μόνο για στοίχημα 1Χ2, στη συνέχεια προστέθηκε και το over / under 2,5 γκολ. Πόσο μακρινό ε;

Και, την Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2000 κυκλοφόρησε το πρώτο νόμιμο κουπόνι στην Ελλάδα. Το πρώτο κουπόνι του ΟΠΑΠ. Ναι, σχεδόν 18 χρόνια πριν αλλά το… ντεμπούτο του συνδυάστηκε με μια απόδοση… 15.00 που γλύκανε τους παίκτες. Ηταν το ματς Σέλτικ – Ινβερνές 1-3, παιχνίδι για το Κύπελλο Σκωτίας που είχε αναβληθεί το Σάββατο και έγινε την επόμενη Τρίτη! Τα πρωταθλήματα ήταν τότε μετρημένα στα δάχτυλα των δύο χεριών, καμία σχέση με αυτό το… σεντόνι που βλέπουμε τώρα. Συνολικά 75 αγώνες, αυστηρά σε τετράδες, χωρίς διπλές ευκαιρίες, δίχως ειδικά στοιχήματα. Με εξαίρεση τις μικρές κατηγορίες της Αγγλίας, δεν υπήρχε κανένα άλλο μικρό πρωτάθλημα. Κάθε αρχή και δύσκολη…

Το πρώτο στημένο ήταν το 1915

Διορθώνω: το πρώτο καταγεγραμμένο, ως στημένο, παιχνίδι στην ιστορία του ποδοσφαίρου ανάγεται… 102 χρόνια πριν. Και, δη, ανάμεσα σε Λίβερπουλ και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στις 2/4/1915. Τότε η Γιουνάιτεντ μόνο με νίκη θα απέφευγε τον υποβιβασμό ενάντια στην αδιάφορη Λίβερπουλ και τα κατάφερε με 2-0 από ισάριθμα γκολ του Τζορτζ Αντερσον (υποβιβάστηκαν εντέλει Τσέλσι και Τότεναμ).

Ωστόσο κατά τη διάρκεια του αγώνα οι φίλαθλοι την πήραν πρέφα… τη δουλειά και αποδοκίμασαν αρκετές φορές βλέποντας αδιάφορες πάσες και απροθυμία. Η αγγλική ομοσπονδία διεξήγαγε έρευνα και η οποία διαπίστωσε ανεξήγητα υψηλό ποντάρισμα στο ακριβές σκορ 2-0 με απόδοση 8.00. Εντέλει τέσσερις παίκτες της Λίβερπουλ και τρεις της Γιουνάιτεντ κρίθηκαν ένοχοι για τη χειραγώγηση και τιμωρήθηκαν με αποκλεισμό δια βίου, αν και αργότερα αρκετές ποινές κατέπεσαν. «Εγκέφαλος» της… συνωμοσίας θεωρήθηκε ο Τζάκι Σέλντον, πρώην παίκτης της Γιουνάιτεντ που είχε πάρει μεταγραφή στη Λίβερπουλ.

Θεωρία και κανόνες στο στοίχημα

Υπάρχουν θεωρία και κανόνες στο στοίχημα; Φυσικά και υπάρχουν. Εχουν γραφτεί βιβλία άλλωστε από καλούς γνώστες του αντικειμένου.

Ειρήσθω εν παρόδω ένα από τα καλύτερα που έχω διαβάσει είναι το «100 δρόμοι για την επιτυχία» του Αργύρη Παγαρτάνη, με μότο «στο στοίχημα δεν υπάρχει μαγική συνταγή για την επιτυχία. Ή, μάλλον, υπάρχουν πολλές μαγικές συνταγές». Επειδή όντως η λεπτομέρεια είναι που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο πρόσκαιρο και το μακροχρόνιο κέρδος.

Το εύκολο είναι να δεις το κουπόνι, να διαλέξεις έτσι στην τύχη τρία ματς και να ποντάρεις. Εύκολο είπα; Λάθος. Διότι αυτό δεν είναι στοίχημα: είναι… ΤΖΟΚΕΡ ή ΛΟΤΤΟ. Οπως τα ημίχρονα / τελικά κλπ.

Δεν υπάρχει εύκολο. Υπάρχει μελέτη, υπάρχει γνώση, υπάρχει εμπειρία, υπάρχει έμπνευση. Ολους εμάς τους «στοιχηματογράφους» κάποιος μας έμαθε κάτι, από κάποιον διαβάσαμε ή πήραμε κάτι και, εν Ελλάδι, πρώτος διδάξας απάντων ήταν ο αείμνηστος Γιώργος Παρασκευάς, τον οποίο διάβαζα τότε στο beto.com.

Πριν ποντάρεις, μπορείς να κοιτάξεις πολλά λοιπόν: τη φόρμα, τις απουσίες, το κίνητρο (τέλη της σεζόν, εννοείται), την αντιπαλότητα, τον καιρό, ακόμη ακόμη και την παράδοσή τους σε συγκεκριμένο μήνα σε συγκεκριμένο γήπεδο ή τι «βγάζει» η στατιστική συμπεριφορά του διαιτητή. Σε τούτα, βάλτε άλλα… εκατό. Στο τέλος γίνεται η σούμα. Ο τάδε καταλήγει ότι θα παίξει άσο για αυτόν και για αυτόν τον λόγο. Ο δείνα θα πάει στο Χ2 για αυτόν και για αυτόν τον λόγο. Και οι δύο… δίκιο έχουν.

Διότι, μην ξεχνάτε, τούτη η δουλειά τελειώνει με το που σφυρίξει ο διαιτητής την έναρξη του αγώνα…

Τι κάνει τη διαφορά; Η απόδοση! Διότι όσα στοιχεία συγκεντρώσεις, στο τέλος σε οδηγούν στο εξής ερώτημα που οφείλεις να απαντήσεις: είναι σωστό το σετ αποδόσεων; Σωστό όχι βάσει των εμφανών στοιχείων αλλά και των… μη εμφανών. Διότι που υπάρχει γραμμένο ότι (τυχαίο παράδειγμα) ο φετινός Παναθηναϊκός αδίκως ήταν τόσο αουτσάιντερ στη Λεωφόρο με τον Ολυμπιακό, πλην του πάθους που μεταφέρει στους παίκτες η αντιπαλότητα των συλλόγων;

Τούτα ως μια πρώτη… θεωρία. Διότι, με την εξέλιξη της τεχνολογίας ακολούθησε σταδιακά και, παράλληλα, ο εύκολο live στοιχηματισμός. Είσαι στον καναπέ σου, βλέπεις μπάλα μπροστά στο τζάκι και ποντάρεις… Τσάκα μπαμ.

Κριτής είναι ο κόσμος

Επειδή του κατάκλεβαν του κακόμοιρου του Γιώργου Παρασκευά τα κείμενα εκείνη την εποχή από το beto.com, ακόμη θυμάμαι σε μια ανάλυση τούρκικης ομάδας μια είδηση, νομίζω μεταγραφή, του Κισμάι Οριφις. Γράφτηκε κατόπιν παντού, στον (στοιχηματικό) Τύπο ο Οριφις μιας και τότε το internet ήταν ακόμη με… dial up εν Ελλάδι και sites εξωτερικού για να βρεις στοιχεία, λιγοστά. Αλλες εποχές, μιάμιση δεκαετία πριν και νομίζεις ότι μιλάμε για προηγούμενο… αιώνα.

Σήμερα, και σε τούτο θα αναφερθεί η στήλη σύντομα, δεν ορίζει (ως οφείλει) τη λογική ενός στοιχηματικού ΜΜΕ το… ίδιο το στοίχημα αλλά ο αναγνώστης. Ειδικά στα sites. Τι θα φέρει κλικς; Αίφνης, στα περισσότερα sites, κάβα (σ.σ. μπάνκα). Το έκανε ένας, ακολούθησαν όλοι. Αίφνης παντού chats, αίφνης παντού… τα ίδια. Αφήστε δε για την κάβα που κατ’ εμέ, και έτσι είναι δηλαδή, αφορά μια ένδειξη πονταρίσματος και όχι πραγματικό bet, ωστόσο έδωσε λαβή για διαδικτυακά φαγώματα ανάμεσα σε συναδέλφους.

Σόρι, κύριοι, αλλά… κλάιν. Διότι, σε αυτόν τον τομέα, καλύτερος κριτής είναι ο κόσμος. Ο αναγνώστης. Ο «πελάτης» σου. Αυτός ξέρει…

Value bets…

Για την «εύρεση» των value bets, τι κριτήρια χρησιμοποιούμε; Η, όποια τέλος πάντων ύστερα από τόσα χρόνια, εμπειρία μου στον χώρο με έμαθε ότι δεν υπάρχει μία σειρά αξιολόγησης των κριτηρίων αλλά… πολλές. Και τούτο επαφίεται στον αγώνα και στη φύση του. Επί παραδείγματι, σε ένα ντέρμπι ή σε ένα παιχνίδι με αντιπαλότητα, παράγοντες όπως η φόρμα μιας ομάδας, η κατάσταση του γηπέδου και άλλα συναφή πάνε… περίπατο. Σε ματς που διεξάγεται υπό άθλιες καιρικές συνθήκες, επίσης.

Αν υπήρχε μια σειρά αξιολόγησης του τι κοιτάμε πρώτα, απλώς τα αναφέρω και ανά αγώνα η σειρά προτεραιότητας αλλάζει: φόρμα της εκάστοτε ομάδας, κλίμα και ρεπορτάζ της καθεμιάς, συμπεριφορά εντός και εκτός, αντιπαλότητα, απουσίες, παράδοση. Η φόρμα στατιστικά παίζει μεγαλύτερο ρόλο σε μικρότερες κατηγορίες και ειδικά στα αγγλικά πρωταθλήματα, εκεί όπου το κίνητρο έχει χαθεί για τις περισσότερες μετά την αλλαγή του έτους.

Επί προσωπικού, όπως και αρκετοί του χώρου, είθισται να το κοιτάω… ανάποδα. Να μελετώ πρώτα τις αποδόσεις και κατόπιν τον αγώνα αυτόν καθ’ αυτόν, έχοντας πρώτα βέβαια κατά νου πάνω κάτω την κατάσταση της κάθε ομάδας. Αν υπάρχει «λάθος», βγάζει μάτι εξ αρχής, δεν χρειάζεται με το ζόρι να κάτσεις να ψάξεις και να το βρεις. Δεν σημαίνει βέβαια ότι θα επιβεβαιωθεί. Μια κόντρα, ένα αουτσάιντερ που θα ψάξεις για ποντάρισμα, μπορεί να φύγει με πεντάρα από το γήπεδο. Στο πρόγραμμα είναι.

Ωστόσο το μεγαλύτερο λάθος είναι όσων, ακόμη και «στοιχηματογράφων», θεωρούν ότι βρήκαν το λάθος του μπουκ, το λάθος στις αποδόσεις, μόλις δουν μια μεγάλη τιμή. Σου λέει, θα πετάξω 5-6 ματς με το διπλό στο 5.00+, ένα θα μου βγει και θα το παίζω μάγκας. Θεωρητικά ναι, θα βγει και κέρδος. Μια φορά όμως. Αν του βγει μια στις πέντε όμως, άρα επιτυχία σε ένα ή δύο ματς επί συνόλου… 25, μάγκας δεν βγαίνει. Μακάκας, ίσως…

Value bet είναι και το φαβορί του 1.65 αν εσύ κρίνεις ότι έπρεπε να είναι στο 1.40. Value bet είναι και το αμφίτερμα (σ.σ. έλεος με αυτό το «αμφίσκορο»…) του 1.90 αν έπρεπε να ήταν στο 1.70. Συμφωνούμε, φαντάζομαι…

Η γκανιότα και πώς υπολογίζεται

Γνωστή στους περισσότερους, όχι όλους όμως και παντελώς άχρηστη για όσους δεν ξέρουν να ποντάρουν: αυτή είναι η γκανιότα που, σε απλά ελληνικά, αποτελεί το νόμιμο κέρδος οποιουδήποτε διοργανώνει τυχερό παιχνίδι. Οποιοδήποτε παιχνίδι στο στοίχημα, και κρύβεται μέσα στις αποδόσεις.

Ο μπουκ δεν… χαρίζει λεφτά και η γκανιότα αποτελεί, ποιητική αδεία, την «προμήθειά» του – και η οποία ποικίλλει ανά εταιρεία. Η κάθε εταιρεία έχει διαφορετική, εξ ου και βλέπετε διαφορετικές αποδόσεις για το ίδιο ματς. Καλύτερη απόδοση σημαίνει χαμηλότερη γκανιότα.

Κάθε παιχνίδι έχει πιθανό αποτέλεσμα τον άσο, την ισοπαλία και το διπλό. Αν δίναμε πιθανότητες για το καθένα, το σύνολο θα έβγαινε 100%, σωστά; Αν δίναμε υποθετικά 33,33% πιθανότητες σε κάθε σημείο (άρα, όπως θα δείτε παρακάτω, απόδοση 3.00), θα έπρεπε κάποιος, σε στοίχημα χωρίς γκανιότα, να βάλει από ένα ευρώ και στα τρία σημεία και όποιο επιβεβαιωνόταν, να του έδινε πίσω ακριβώς το κεφάλαιό του.

Πώς την υπολογίζουμε; Οτι βγει στο άθροισμα, μετατρέποντας την απόδοση σε πιθανότητα, πάνω από το 100%, είναι η γκανιότα. Ας πούμε ότι παίζουν ΠΑΟΚ – Πανιώνιος και βρίσκουμε σε κάποια εταιρεία τις αποδόσεις 1.50 για τον άσο, 3.50 για την ισοπαλία και 5.00 για το διπλό. Μετατρέπουμε σε πιθανότητες (%) τις αποδόσεις διαιρώντας καθεμιά με το 100.
Αρα 100 / 1.50 ίσον 66,66% πιθανότητα στον άσο, 100 / 3.50 ίσον 28,57% πιθανότητα στην ισοπαλία και 100 / 5.00 ίσον 20% στο διπλό. Καλά έως εδώ;

Προσθέτοντας όμως τα τρία ποσοστά (66,66% + 28,57% + 20%), το άθροισμα είναι 115,23%. Αφαιρώντας το 100, απομένει 15,23% που είναι η γκανιότα του εν λόγω παραδείγματος.

Πώς θα βρεις το value bet

Εχοντας μετατρέψει τις αποδόσεις ενός αγώνα σε πιθανότητες, ξέρεις πώς βλέπει ο μπουκ το ματς και πώς το… τιμολογεί. Ωστόσο, για να βρεις την πραγματική αξία (και αν υπάρχει…) σε μια απόδοση, επόμενο βήμα είναι… εσύ. Το μυαλό σου και το κριτήριο σου. Και, κυρίως, πως αξιολογείς το παιχνίδι, τι πιθανότητες θα έδινες εσύ. Και μετέτρεψε τις πιθανότητες σε αποδόσεις ώστε να έχεις τις απαντήσεις σου…

Στο παράδειγμα του ΠΑΟΚ – Πανιώνιος με σετ αποδόσεων 1.50 – 3.50 – 5.00 βγάλαμε πιθανότητες 66,66% – 28,57% – 20% αντίστοιχα. Ο (τυχαία παραδείγματα) Κώστας θεωρεί όμως ότι, για ένα κάρο λόγους (έδρα, απουσίες αντιπάλου κλπ), ο ΠΑΟΚ θα έπρεπε να έχει παραπάνω πιθανότητες νίκης, ας πούμε 75% άρα η απόδοση του άσου θα έπρεπε να ήταν 1.33. Ιδού ένα μικρό value bet.

Ο Γιώργος εκτιμά όμως ότι, για χ και ψ λόγους, ήρθε η ώρα του ΠΑΟΚ να γκελάρει στην Τούμπα και θεωρεί μικρό και το ποσοστό στην ισοπαλία αλλά και στο διπλό. Αρα ότι το 5.00 είναι μεγάλο άρα… ιδού ο ορισμός του value bet.

Ποιος θα επιβεβαιωθεί; Αυτό, πρακτικά, θα πει «στοίχημα»… Οταν όμως η πιθανότητα που δίνεις εσύ, διαφέρει με όσες κυκλοφορούν, θα βρεις το value bet σου…

Η αξία της… κάβας

Τα τελευταία χρόνια, με την παράλληλη… έξαρση του ελληνικού διαδικτύου, γέμισε ο τόπος από στοιχηματικά sites. Και η αλήθεια είναι πως για την εγκυρότητα και φερεγγυότητά τους, ξεχωρίζουν ελάχιστα. Τα περισσότερα είναι κείμενα χωρίς μελέτη, στα… κουτουρού που λέμε. «Η τάδε ομάδα», λέει, «έρχεται από αήττητο πέντε αγώνων, δεν έχει ήττα στην έδρα της και είναι σε φόρμα, άρα άσος». Τέτοια διαβάζουμε, δεν κάνω πλάκα. Και πέφτεις και σε ομάδα που σε αυτό το αήττητο έχει τρεις ισοπαλίες ενώ στην… έδρα της, σε έξι ματς, τα δύο ήταν… σε ουδέτερο.

Το χειρότερο όμως ήταν η κάβα (ή, η μπάνκα, ό,τι προαιρείστε) που μπήκε σε στήλες διαδικτυακά. Ξενόφερτη «μόδα» φυσικά, αναφερόμενο στη διεθνή τακτική της διαχείρισης του κεφαλαίου (bankroll management). Ναι, αποτελεί ένα βασικά «κομμάτια» στο στοίχημα, εφόσον το στοίχημα δεν είναι απλά ένας τρόπος για να περάσει η ώρα… Αλλωστε και, σύμφωνα με μελέτες, το 90% των παικτών χάνει χρήματα διότι ποντάρει δίχως πλάνο, δίχως στρατηγική (όποια κι αν είναι αυτή), κυρίως με τη λογική «παίζω κι ό,τι βγει». Χάρισμά σας…

Τα τελευταία χρόνια τα περισσότερα στοιχηματικά sites αναλώθηκαν σε «εμπλουτισμό» των σελίδων τους με τη λεγόμενη κάβα. Στόχος των sites να δείξουν ότι… κερδίζουν (και, ναι, μερικοί tipsters είναι όντως κερδισμένοι). Στόχος των αναγνωστών, να βρουν όσους κερδίζουν.

Λανθασμένοι αμφότεροι οι στόχοι καθότι η κάβα είναι απλά ένα… μπούσουλας. Διότι υποδεικνύει στον παίκτη, στον αναγνώστη έναν τρόπο παιχνιδιού, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως κάποιος πρέπει να τον ακολουθήσει στο 100%. Ναι, ίσως καταδεικνύει έναν πιο «επαγγελματικό» τρόπο πονταρίσματος αυτό τούτο δεν σημαίνει ότι ο αναγνώστης δεν ξέρει… καλύτερα.

Και, για να το πάρουμε σε πραγματικούς αριθμούς, όταν ζούμε στην εποχή του ανταλλακτηρίου και του cash out, μια π.χ. δυάδα που χάθηκε στο 91’ από ένα γκολ βγάζει μείον τον tipster ενώ στην πραγματικότητα έχει βγει συν επειδή έκλεισε εγκαίρως. Ή πόνταρε live και έκανε κάλυψη. Τούτα φαίνονται πουθενά; Οχι. Αρα;

Ο σωστός τρόπος στοιχηματισμού…

…είναι αυτός που ψάχνουν οι περισσότεροι παίκτες. Εκείνοι, τουλάχιστον, που δεν ποντάρουν σπαροδικά, αλλά σε συχνή βάση, επομένως θέλουν -πρωτίστως- να μη χάνουν. Και για να το πετύχουν έχουν δοκιμάσει αρκετές μεθόδους, με τις βασικότερες να αφορούν ποντάρισμα σε μονά, σε παρολί με 2 ή περισσότερους αγώνες ή ποντάρισμα σε διάφορα συστήματα.
Ωστόσο δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση ως προς τον σωστότερο τρόπο στοιχηματισμού.

Τα πάντα έχουν να κάνουν με τις αποδόσεις αλλά και το ποντάρισμα. Και, πάνω από όλα, την τακτική: μακροχρόνια στρατηγική, αυτοσυγκράτηση, εύρεση των value bets με σωστή σκέψη (ακόμη και το 1.70, να κρίνεις ότι έπρεπε να είναι 1.40, value είναι!) και late goal στα live αλλά όχι με το… ζόρι. Διότι παραέγινε μόδα και αυτό…