Menu

Βόρεια Ήπειρος. Η χώρα που δεν επέζησε

Βόρεια Ήπειρος. Η χώρα που δεν επέζησε

17 Φεβρουαρίου 1914. Ο ελληνικός στρατός εγκαταλείπει τη Βόρεια Ήπειρο, έπειτα από απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Σχηματίζεται η Προσωρινή Κυβέρνηση της Βόρειας Ηπείρου υπό τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο, η οποία διακηρύσσει την αυτονομία της περιοχής και επιδιώκει την προστασία βασικών δικαιωμάτων του ελληνικού πληθυσμού, έστω και εντός του αλβανικού κράτους, στο οποίο επιδικάστηκε αργότερα.

Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της προσωρινής κυβέρνησης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν: πρώτη είσοδος του ελληνικού στρατού στη Βόρεια Ήπειρο κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, επιδίκαση της περιοχής στην Αλβανία από τις Μεγάλες Δυνάμεις και αποχώρηση του ελληνικού στρατού.

Όπως επίσης και τα γεγονότα που ακολούθησαν: συγκρούσεις μεταξύ Βορειοηπειρωτών με αλβανικά ένοπλα σώματα, η υπογραφή Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εθνικός Διχασμός, οι πολεμικές περιπέτειες τις Ελλάδας μέχρι το 1922 καθώς και όλο τα διπλωματικό παρασκήνιο που επιδίκασε οριστικά στην Αλβανία την περιοχή (1924).

Οι πολιτικές συγκυρίες που ακολούθησαν και η δυσμενής κατάσταση που βρέθηκε η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια αλλά οι διπλωματικές μηχανορραφίες των Μεγάλων Δυνάμεων, οδήγησαν αρχικά στην είσοδο των Ιταλικών (Αργυρόκαστρο) και Γαλλικών (Κορυτσά) στρατευμάτων.

Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1921 αποφασίστηκε η οριστική επιδίκαση της περιοχής στην Αλβανία. Η ενσωμάτωση όμως στην Αλβανία, συνοδεύτηκε, με πολύ πιο περιορισμένα δικαιώματα για τον πληθυσμό της περιοχής και χωρίς την αναγνώριση ενός αυτόνομου κράτους.

Με την ένταξη της Βορείου Ηπείρου στο αλβανικό κράτος, συνοδεύτηκε και η είσοδός του στην Κοινωνία των Εθνών (Οκτώβριος 1921), όπου η πολιτική του ηγεσία δεσμεύτηκε να σεβαστεί τα κοινωνικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά δικαιώματα όλων των μειονοτήτων. Όμως αναγνωρίστηκε μόνο ένα μικρό τμήμα ως επίσημη «ελληνική μειονοτική ζώνη» (στις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα και τρία χωριά στη Χειμάρρα – 103 χωριά). Τα επόμενα χρόνια, το αλβανικό κράτος έλαβε μέτρα για τον περιορισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, τα ελληνικά σχολεία της περιοχής είτε έκλεισαν είτε μετατράπηκαν σε αλβανικά και πολλοί δάσκαλοι απελάθηκαν από τη χώρα. Ενώ πριν τους Βαλκανικούς πολέμους υπήρχαν στην περιοχή 360 σχολεία, ο αριθμός τους μειώνονταν απότομα ώσπου το 1935 ουσιαστικά έφτασε στο μηδέν.

Μετά την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών το έτος εκείνο (1935), ένας περιορισμένος αριθμός ελληνικών σχολείων επαναλειτούργησε, αποκλειστικά όμως στην εντός της μειονοτικής ζώνης περιοχή.