Menu

Το άγνωστο τέλος του Μάρτιν Μπόρμαν

Το άγνωστο τέλος του Μάρτιν Μπόρμαν

Τι απέγινε ο Μάρτιν Μπόρμαν; Ο Γερμανός, επιφανές μέλος των Ναζί, επικεφαλής της Καγκελαρίας ως εκπρόσωπος του κόμματος και ιδιαίτερος γραμματέας του Αδόλφου Χίτλερ, μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε καταφέρει να αναδειχθεί ως ο ισχυρότερος άνδρας στο Γ’ Ράιχ, ύστερα από τον ίδιο τον Χίτλερ, κυρίως μέσω του γάμου του με τη Γκέρντα Μπουχ, κόρη του Βάλτερ Μπουχ, τoυ πανίσχυρου αρχιδικαστή του Ναζιστικού Κόμματος.

Όταν έγινε πλέον ξεκάθαρο ότι κάθε περαιτέρω αγώνας εναντίον των Συμμάχων των Σοβιετικών ήταν μάταιος, ο Χίτλερ υπαγόρευσε την πολιτική του διαθήκη, την οποία προσυπέγραψε ο Μπόρμαν την άνοιξη του 1945 στο καταφύγιο, στο Βερολίνο.

Ο Μπόρμαν υπογράφει, επίσης, ως μάρτυρας και βλέπει το ζεύγος Χίτλερ να αυτοκτονεί (30 Απριλίου 1945), παραμένει όμως στο καταφύγιο με σαφή εντολή από τον Χίτλερ να διασωθεί και να συνεχίσει το κοινό έργο τους. Εκεί βρίσκεται πλήθος ανδρών και γυναικών: γραμματείς, μάγειροι, στρατιωτικοί, αξιωματούχοι του κόμματος και άλλοι που προετοιμάζουν μαζική απόδραση από στοές που ξεκινούν από την καγγελαρία και καταλήγουν στις στοές του μετρό. Από εκεί θα βγουν στο σταθμό της Friedrichstrasse όπου θα ενωθούν με την ταξιαρχία του Μόνκε, ελπίζοντας να διασπάσουν τις σοβιετικές γραμμές και να διαφύγουν.

Κάνουν έξοδο αλλά μόλις βγαίνουν στην επιφάνεια αντικρύζουν ένα Βερολίνο ολοσχερώς ερειπωμένο, μέσα στις φλόγες, όπου ακόμη και η αναπνοή είναι δύσκολη.

Οι απόψεις για το τέλος του Μπόρμαν από το σημείο αυτό είναι διχασμένες. Σύμφωνα με τον Άρτουρ Άξμαν, αρχηγό της χιτλερικής νεολαίας, που ήταν στην ίδια ομάδα με τον Μπόρμαν, συνάντησαν μια μικρή ομάδα γερμανικών θωρακισμένων και έκτοτε χωρίστηκαν, αργότερα τον βρήκε Μπόρμαν νεκρό: είτε είχε πυροβοληθεί είτε είχε αυτοκτονήσει.

Σύμφωνα με τον οδηγό του Χίτλερ, Έριχ Κέμπκα, όμως, ο Μπόρμαν σκοτώθηκε στην πρώτη έκρηξη του άρματος που ακολουθούσε καλυπτόμενος πίσω του, όταν αυτό χτυπήθηκε. Ο ίδιος ο Κέμπκα υπέστη προσωρινή τύφλωση από την έκρηξη και, όταν κατάφερε να δει ξανά, διέκρινε το πτώμα του Μπόρμαν. Πολλοί, ωστόσο, πίστευαν ότι οι αυτόπτες μάρτυρες κατέθεταν ψευδώς, θέλοντας να καλύψουν τη διαφυγή του διαδόχου του Χίτλερ.

Το 1946 αναφέρθηκε ότι είχε θεαθεί σε ένα μοναστήρι του Τιρόλο, άλλοι είπαν ότι είχε καταφέρει να διαφύγει στην Αργεντινή. Οι φήμες δεν επαληθεύτηκαν ποτέ.

Η μη ανεύρεση του πτώματός του, ωστόσο, δεν εμπόδισε την ερήμην καταδίκη του σε θάνατο στη Δίκη της Νυρεμβέργης.

Το 1963 ένας συνταξιούχος υπάλληλος του ταχυδρομείου, ο Άλμπερτ Κρούμνοφ, ανέφερε στην αστυνομία ότι περί τις 8 Μαΐου 1945 οι Σοβιετικοί είχαν διατάξει αυτόν και τους συναδέλφους του να θάψουν δύο πτώματα που είχαν βρεθεί κοντά στην σιδηροδρομική γέφυρα κοντά στο σταθμό Λέρτερ. Ένας από τους νεκρούς φορούσε στολή της Βέρμαχτ, και ο άλλος μόνο το εσώρουχό του.

Οι ανασκαφές στις 20-21 Ιουλίου 1965 στο σημείο που είχαν υποδείξει ο Κρούμνοφ και ο Άξμαν, δεν είχαν αποτέλεσμα την εύρεση των πτωμάτων. Όμως, στις 7 Δεκεμβρίου 1972, εργάτες που δούλευαν κοντά στο σταθμό Λέρτερ στο Δυτικό Βερολίνο, μόλις 12 μέτρα από το σημείο που ο Κρούμνοφ είχε ισχυριστεί ότι είχε θάψει τα πτώματα, βρέθηκαν ανθρώπινα υπολείμματα λειψάνων. Στη νεκροψία, βρέθηκαν θραύσματα γυαλιού και στα σαγόνια και των δύο σκελετών, κάτι που υποδηλώνει ότι τα άτομα αυτοκτόνησαν με κάψουλα υδροκυανίου για την αποφυγή της σύλληψης.

Τα οδοντιατρικά αρχεία που ανακατασκεύασε από μνήμης το 1945 ο Δρ. Ούγκο Μπλάτσκε αναγνώρισαν έναν από τους σκελετούς ως αυτόν του Μπόρμαν, ενώ ζημιά στην κλείδα συμφωνούσε με τις αναφορές των γιων του για αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε το 1939. Οι εγκληματολόγοι προσδιόρισαν ότι το μέγεθος του σκελετού και του κρανίου ήταν πανομοιότυπα με του Μπόρμαν. Την ίδια χρονιά αργότερα η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας ανακήρυξε τον Μπόρμαν επίσημα νεκρό.

Τα υπολείμματα αναγνωρίστηκαν με βεβαιότητα ως αυτά του Μπόρμαν το 1998, όταν οι γερμανικές αρχές διάταξαν γενετική εξέταση σε θραύσματα από το κρανίο. Οι εξετάσεις έγιναν από τον Βόλφανγκ Αϊσενμαγκερ, καθηγητή Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Η σορός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες σκορπίστηκαν στην Βαλτική στις 16 Αυγούστου 1999.