Menu

Η μόνη δολοφονία Έλληνα πρωθυπουργού

Η μόνη δολοφονία Έλληνα πρωθυπουργού

Έχει δολοφονηθεί ποτέ Έλληνας πρωθυπουργός; Κι όμως, ναι. Σαν σήμερα, 31 Μαΐου 1905, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης δολοφονείται κατά την προσέλευσή του στη Βουλή, από τον χαρτοπαίκτη και λεσχειάρχη Αντώνη Κωσταγερακάρη.

Αμέσως μετά την μεγάλη στρατιωτική ήττα του 1897 και την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα τεταμένη. Οι λαϊκές προσδοκίες για τη εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας είχαν ξεφτίσει, καθώς το ελληνικό κράτος δεν έδειχνε δυναμική ούτε καλά – καλά να αυτοσυντηρηθεί. Επικεφαλής του τρικουπικού κόμματος βρισκόταν ο Γεώργιος Θεοτόκης που είχε την εύνοια του Βασιλιά Γεωργίου Α’, ενώ αντίπαλος του ήταν ο αειθαλής Θεόδωρος Δηλιγιάννης, πρωταγωνιστής του ελληνικού δημόσιου βίου επί 30 χρόνια. Η πολιτική κατάσταση στη Χώρα βρισκόταν σε αναβρασμό την περίοδο 1901-04 καθώς  εκτός από έκτακτα κοινωνικά γεγονότα όπως τα «Ευαγγελικά», υπήρχε μια ξεκάθαρη εύνοια του βασιλιά έναντι του Θεοτόκη που άγγιζε τα όρια καταστρατήγησης της αρχής της δεδηλωμένης.

Ο Δηλιγιάννης και οι οπαδοί του αντέδρασαν βίαια σε όλη αυτή τη περίοδο. Μετά τις εκλογές της 20ης Φεβρουαρίου 1905, ο Δηλιγιάννης εξασφάλισε 142 έδρες και την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Στην τελευταία κυβέρνηση που προέδρευε, ο Δηλιγιάννης κράτησε και το υπουργείο Εξωτερικών. Η νέα βουλή συνήλθε σε σώμα στις 14 Μαρτίου και ασχολήθηκε με εξωτερικά ζητήματα και κυρίως με της επιπλοκές στο ζήτημα της Κρήτης από την επανάσταση του Θέρισου. Επίσης ασχολήθηκε με το σταφιδικό ζήτημα και τις ελληνορουμανικές σχέσεις, ενώ επέβαλλε μια σειρά από σημαντικές περικοπές στις δαπάνες του δημοσίου που αφορούσαν οικονομίες στους προϋπολογισμούς των υπουργείων καθώς και περιορισμό στον αριθμό των βουλευτών. Στο πλαίσιο αυτό ο Δηλιγιάννης ως υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε να λάβει μια τολμηρή πρωτοβουλία: έδωσε εντολή προς τις δημοτικές αστυνομίες Αθηνών και Πειραιά να εφαρμόσουν αυστηρά τις αστυνομικές διατάξεις που αφορούσαν τη λειτουργία χαρτοπαικτικών λεσχών. Επικεφαλής της δημοτικής Αστυνομίας ήταν ο Αναστάσιος Παπούλας προερχόμενος από τον στρατό, ο οποίος εκτέλεσε επακριβώς τις εντολές του πολιτικού του προϊσταμένου, με αποτέλεσμα όλες οι ημιπαράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες να κλείσουν.

Την Τρίτη 31 Μαΐου 1905 στις 17:00. έξω από το σημερινό κτήριο της Παλαιάς Βουλής, εισήλθε η άμαξα που έφερε τον πρωθυπουργό. Όταν η άμαξα σταμάτησε μπροστά στα σκαλιά της Βουλής, ο Δηλιγιάννης έβγαλε το δεξί του χέρι για να ανοίξει την πόρτα και να κατέβει. Αμέσως ένας παριστάμενος πολίτης έσπευσε να ανοίξει την πόρτα στον λαοφιλή πρωθυπουργό, κάτι που δεν έκανε εντύπωση καθώς συχνά ο συνοδός του Γιάννης Πάνος δεν προλάβαινε να το κάνει, καθώς όλο και κάποιος πολίτης έκανε την κίνηση. Ο Δηλιγιάννης ευχαρίστησε τον πολίτη, μάζεψε τα χαρτιά του και τα τοποθέτησε στον χαρτοφύλακα του, κατέβηκε από την άμαξα και ανέβηκε τα σκαλιά της Βουλής.

Ο πολίτης που άνοιξε την πόρτα ακολούθησε τον πρωθυπουργό και τον πλησίασε αρκετά. Ο Δηλιγιάννης τον είδε, στράφηκε προς το μέρος του και με ένα γλυκό μειδίαμα ανασήκωσε το καπέλο του για να τον χαιρετήσει. Αρχικά ο άγνωστος υποκλίθηκε, αλλά αμέσως ανέσυρε ένα αμφίστομο στιλέτο το οποίο κάρφωσε στην άνω δεξιά κοιλία του Δηλιγιάννη. Όλα έγιναν αστραπιαία και όλοι οι παρόντες έμειναν άναυδοι και αιφνιδιασμένοι δεν κατάφεραν να αντιδράσουν. Ο δολοφόνος ετοιμαζόταν να καταφέρει και δεύτερο χτύπημα τον πρόλαβε όμως ο Πάνος. Ο Δηλιγιάννης πήγε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει, αλλά στηρίχθηκε από πολλούς παρόντες βουλευτές. Αρχικά δεν κατάλαβε το τραύμα που είχε υποστεί, λέγοντας προς όλους που τον στήριζαν ότι δεν είχε τίποτε. Υποβασταζόμενος, έφτασε στο σταθμό πρώτων βοηθειών με αργό βήμα, ενώ συνεχώς έχανε αίμα από την πληγή του.

Επί τόπου κατέφθασαν οι περίφημοι χειρούργοι της εποχής Μαρίνος Γερουλάνος, τότε διευθυντής του Ευαγγελισμού, ο Ευάγγελος Καλλιοντζής, ο Νικόλαος Αλιβιζάτος, ο Σωκράτης Τσάκωνας και ο Κωνσταντίνος Λούρος. Η κατάσταση του ασθενή ήταν ήδη κρίσιμη καθώς η αναπνοή του είχε γίνει ακανόνιστη, ενώ οι παλμοί της καρδιάς του αραίωναν. Σε ένα γρήγορο συμβούλιο όλων των γιατρών αποφασίστηκε να γίνει άμεση επέμβαση στο σημείο του τραύματος επί τόπου, καθώς υπήρχε ο φόβος ότι αν μετακινούσαν τον ασθενή, αυτός θα κατέληγε καθ’ οδόν. Η επέμβαση έγινε χωρίς αναισθησία και σταδιακά ο Δηλιγιάννης έπεσε σε κώμα καθώς οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Λίγο μετά ξεψύχησε και το άψυχο σώμα του μεταφέρθηκε στην οικία του.

Ο δολοφόνος αμέσως μετά το μαχαίρωμα του Δηλιγιάννη προσπάθησε να διαφύγει όμως στρατιώτες έπεσαν καταπάνω του με επικεφαλής τον λοχία Καβαθά και τον ενωμοτάρχη Κάπο και τον συνέλαβαν. Ακολούθησε η διαπόμπευση του από το πλήθος που επιθυμούσε να τον λιντσάρει, αλλά ψυχραιμότεροι κατάφεραν να τον φυγαδεύσουν. Από την ανάκριση που ακολούθησε μαθεύτηκε ότι το όνομα του δολοφόνου ήταν Αντώνιος Κωσταγερακάρης, και το κίνητρο για τη δολοφονία του ήταν ότι είχε μείνει άνεργος όταν έκλεισαν οι χαρτοπαικτικές λέσχες πριν λίγους μήνες, καθώς δούλευε θυρωρός σε μια από αυτές. Επίσης επί πρωθυπουργία Δηλιγιάννη το 1901, είχε απολυθεί ο πατέρας του από τελώνης.

Από την πρώτη στιγμή που συνελήφθη, οι υποψίες της ανάκρισης έπεσαν στον εργοδότη του Γεώργιου Μητσέα για ηθική αυτουργία, καθώς ο Κωσταγερακάρης τον ανέφερε επανειλημμένα σε επιστολή που βρέθηκε πάνω του. Ακολούθως, ο δολοφόνος ομολόγησε ότι ο Μητσέας τον παρακινούσε να δολοφονήσει είτε τον Παπούλα είτε τον υπουργό Κυριακούλη Μαυρομιχάλη είτε παραπάνω (υπονοώντας τον πρωθυπουργό). Οι υποψίες για τον Μητσέα εντάθηκαν όταν αυτός εξαφανίστηκε μετά τη δολοφονία για λίγες μέρες, ενώ αναμφίβολα είχε πολύ ισχυρό κίνητρο καθώς είχε χάσει μεγάλα εισοδήματα από το κλείσιμο των χαρτοπαικτικών λεσχών, ενώ και ο ίδιος άνηκε στον υπόκοσμο.

Τελικά οι ισχυρές ενδείξεις οδήγησαν και τον Μητσέα στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αν και ο Κωσταγερακάρης άλλαξε την ομολογία του αθωώνοντας τον εντελώς. Η δίκη των δύο ξεκίνησε στις 17 Δεκεμβρίου 1905. Ο Κωσταγερακάρης προσπάθησε να αθωώσει εξ ολοκλήρου τον Μητσέα και απέδωσε την αρχική του ομολογία σε πιέσεις που δέχθηκε από αστυνόμους. Ο Μητσέας αρνήθηκε εξ ολοκλήρου τις κατηγορίες αν και παραδέχθηκε την  παράνομη δραστηριότητα του τα προηγούμενα χρόνια. Ο εισαγγελέας Αναστάσιος Τσέλλος έριξε το βάρος της εισήγησής του στην ενοχοποίηση του Μητσέα. Τόνισε τα επιβαρυντικά στοιχεία εις βάρος του, ενώ αιτιολόγησε τη μεταστροφή του Κωσταγερακάρη στην επαφή των δύο στις φυλακές.

Η απόφαση του δικαστηρίου εκφωνήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1906 και ήταν η εσχάτη των ποινών για τον Κωσταγερακάρη (κάτι που ανέμεναν όλοι), αλλά και 8 χρόνια φυλάκιση στον Μητσέα. Ίσως στο πρόσωπο του τελευταίου, η κοινωνία και το κράτος ήθελαν να τιμωρήσουν τον υπόκοσμο στο σύνολο του. Η ποινή του Κωσταγερακάρη εκτελέστηκε στις 10 Ιουνίου 1906 όταν και καρατομήθηκε στο Ναύπλιο.

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές, ενώ η καρδιά του φυλάσσεται στον Ναό των Αγίων Ταξιαρχών στη γενέτειρά του, τα Λαγκάδια. Ο ανδριάντας του στήθηκε στην είσοδο της Παλαιάς Βουλής για να τιμήσει έναν άντρα απόλυτα προσηλωμένο στον κοινοβουλευτισμό.