Menu

Οταν Στάλιν και Τσόρτσιλ χώρισαν την Ευρώπη σε μία… χαρτοπετσέτα

Οταν Στάλιν και Τσόρτσιλ χώρισαν την Ευρώπη σε μία… χαρτοπετσέτα

Η Συμφωνία των Ποσοστών (Percentages agreement), γνωστή και ως «χαρτοπετσέτα», υποτίθεται πως ήταν μία συμφωνία μεταξύ του Ιωσήφ Στάλιν και του Ουίνστον Τσόρτσιλ σχετικά με τη διαίρεση της νοτιοανατολικής Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής.

Σαν σήμερα, 9 Οκτωβρίου, 1944, λίγους μήνες πριν τη Διάσκεψη της Γιάλτας, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν στην τέταρτη Διάσκεψη της Μόσχας, όπου, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, ο Τσόρτσιλ πρότεινε η Σοβιετική Ένωση να έχει 90% επιρροή στη Ρουμανία και 75% στη Βουλγαρία, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο να έχει 90% επιρροή στην Ελλάδα. Ο Τσόρτσιλ επίσης πρότεινε στην Ουγγαρία και τη Γιουγκοσλαβία να έχουν 50% επιρροή και οι δύο. Στη συνέχεια ο Τσόρτσιλ έγραψε τη συμφωνία με μπλε μολύβι σε μία… χαρτοπετσέτα, την οποία έδωσε στον Στάλιν, και αφού την ενέκρινε ο Στάλιν του την επέστρεψε.

«Δεν θα θεωρηθεί πολύ κυνικό αν φανεί πως διευθετήσαμε τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων, με έναν τόσο ‘πρόχειρο’ τρόπο; Ας κάψουμε το χαρτί», είπε ο Τσόρτσιλ. «Όχι, κράτα το», απάντησε ο Στάλιν.

Οταν Στάλιν και Τσόρτσιλ χώρισαν την Ευρώπη σε μία… χαρτοπετσέτα

Οι υπουργοί εξωτερικών των δύο χωρών, Άντονι Ιντεν και Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ, διαπραγματεύτηκαν τα ποσοστά της συμφωνίας στις 10 και 11 Οκτωβρίου. Κατάληξη αυτής της συζήτησής ήταν η αύξηση των ποσοστών επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης στη Βουλγαρία και την Ουγγαρία κατά 80%. Όμως, φαίνεται να υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια της περιγραφής των γεγονότων από τον Τσόρτσλι, η οποία μάλλον εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής. Πρώτα, μοιάζει παράξενη η μη άμεση συμμετοχή των Αμερικανών σε μια τόσο σημαντική διαπραγμάτευση. Εκπροσωπούνται μόνο από τον πρεσβευτή τους στη Σοβιετική Ένωση, Αβερελ Χάριμαν.

Δεύτερο, το σημείωμα της συμφωνίας που υποτίθεται ότι διάβασε ο Στάλιν, είναι γραμμένο στα αγγλικά. Και τρίτο, και πιο σημαντικό, στο σημείωμα αναφέρεται «Ρωσία» και όχι «Σοβιετική Ένωση». Αυτό είναι ένα ζήτημα που θα ήταν δύσκολο για τον Στάλιν να εγκρίνει, αφού οι Σοβιετικοί ηγέτες της εποχής ήταν πολύ προσεκτικοί στο να κρατούν τα προσχήματα.

Πάντως, και μέχρι σήμερα, δεν υπήρξε ποτέ επιβεβαίωση αυτής της συμφωνίας από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά ούτε και από τη Ρωσία, ούτε και από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μόνη πηγή συνεχίζει να είναι η αφήγηση του Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του.

Αν η συμφωνία αυτή ήταν πράγματι αληθινή, ο Στάλιν κράτησε τον λόγο του όσο αφορά στην Ελλάδα. Η Βρετανία υποστήριξε τις δυνάμεις της Ελληνικής Κυβέρνησης κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, ενώ η Σοβιετική Ένωση δεν βοήθησε καθόλου τους κομμουνιστές του ΔΣΕ. Χαρακτηριστική είναι η τηλεφωνική ομιλία του Στάλιν στον Δημητρώφ στις 10 Ιανουαρίου 1945: «Εγώ συμβούλευσα την Ελλάδα να μην αρχίσουν αυτόν τον αγώνα. Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να βγουν από την κυβέρνηση του Παπανδρέου. Καταπιάστηκαν με δουλειά για την οποία δεν τους επαρκούσαν οι δυνάμεις. Φαίνεται, υπολόγιζαν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα κατέβει ως το Αιγαίο. Εμείς αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε. Εμείς δεν μπορούμε να στείλουμε και στην Ελλάδα δικά μας στρατεύματα. Οι Έλληνες έκαναν βλακεία.», του είχε πει για τα Δεκεμβριανά.

Η συμφωνία επικύρωνε μια ήδη υπάρχουσα κατάσταση στη νοτιοανατολική Ευρώπη ήδη κατεχόμενη από τα Σοβιετικά στρατεύματα. Όπως επισημαίνει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, επρόκειτο για μια «προσπάθεια συναντίληψης των δύο ηγετών και κατανόησης σχετικά με τα όρια που έθετε στην ισχύ τους η εξέλιξη του πολέμου».

Οι Άγγλοι ως ναυτική δύναμη ενδιαφέρονταν γεωστρατηγικά για την Ελλάδα ενώ αδυνατούσαν να ελέγξουν στρατιωτικά τη Βαλκανική ενδοχώρα. Αντίστροφα, οι Σοβιετικοί ενδιαφέρονταν πιο πολύ για τις χώρες του εσωτερικού, ο έλεγχος των οποίων ήταν αναγκαίος για τη δική τους ασφάλεια. Είναι επίσης σημαντική για το μέγεθος του κυνισμού με τον οποίο αντιμετώπισαν οι δύο χώρες το ζήτημα «στο μέσον του μεγαλύτερου πολέμου για την ελευθερία στην ιστορία».

Οι δύο πλευρές είχαν αντιληφθεί τα όρια των δυνατοτήτων τους και είχαν αυτοπεριοριστεί στην επίτευξη των στόχων τους. Κι αν ακόμα δεν υφίστατο η συγκεκριμένη συμφωνία «η αγγλοσοβιετική συνεννόηση και πάλι θα υπήρχε».

Τέλος, δεν αποτελούσε μια γενική διευθέτηση των νικητών του πολέμου για τη διαίρεση όλης της Ευρώπης.