Menu

Οδυσσέας Ανδρούτσος. Η δολοφονία, ο θησαυρός και το δαχτυλίδι

Οδυσσέας Ανδρούτσος. Η δολοφονία, ο θησαυρός και το δαχτυλίδι

Δυσέας. Έτσι τον ήξερα άπαντες.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε σαν σήμερα, χαράματα το βράδυ της 5ης Ιουνίου του 1825. Σαν σήμερα.

Το γιατί είχε φυλακιστεί κι αν πράγματι είχε προδώσει την Επανάσταση είναι συζητήσιμο και διφορούμενο. Τα τελευταία χρόνια αξιόπιστες τουρκικές πηγές έχουν, η αλήθεια είναι, επιβαρύνει πάρα πολύ τη θέση του καθώς περιλαμβάνουν μέρος της αλληλογραφίας του με τους τούρκους Πασάδες, ακόμα και τον Σουλτάνο.

Ωστόσο ο 37χρονος, τότε, ήρωας (γιατί ήρωας ήταν οπωσδήποτε ο Δυσέας) πέθανε με φρικτό τρόπο. Ο πρώην σύντροφός του Γιάννης Γκούρας έμαθε ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να του δώσει αμνηστία και να τον επαναφέρει στο στράτευμα, ακόμα και σε ηγετική θέση. Ο Γκούρας έτρεμε αυτήν την προοπτική. Αν έβγαινε ο Οδυσσέας από τη φυλακή δεν υπήρχε περίπτωση να μην εκδικηθεί τον παλιό σύντροφό του που τον είχε προδώσει. Επιπλέον, ο Γκούρας θα έχανε την πολιτική δύναμη που είχε. Έτσι, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να πείσει την κυβέρνηση να τον εκτελέσει για εσχάτη προδοσία, έστειλε αμέσως εντολή να δολοφονηθεί ο Οδυσσέας. Έχει ενδιαφέρον το σύνθημα που είχαν συμφωνήσει: «Η τιμή του λαδιού ανέβηκε. Πούλα».

Είχε νυχτώσει και είχε ψιλόβροχο όταν οι τρεις ή τέσσερεις άνθρωποι του Γκούρα (ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας, ο Γιάννης Μαμούρης, κάποιος Τζαμάλας και πιθανόν ένας παπάς – επειδή η Εκκλησία είχε αφορίσει τον Οδυσσέα) μπήκαν στο κελί του Ανδρούτσου στην Ακρόπολη, αποφασισμένοι να τον δολοφονήσουν χωρίς να χρησιμοποιήσουν όπλα γιατί είχαν σκοπό από την αρχή να το κάνουν να φανεί ως ατύχημα. Επιπλέον ήθελαν πρώτα να τους αποκαλύψει που είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του.

Ειρήσθω εν παρόδω, ο φράγκικος πύργος της Ακρόπολης, όπου έγινε η εκπαραθύρωση του Οδυσσέα Ανδρούτσου, κατεδαφίσθηκε το 1874.

Ο Οδυσσέας ήταν νηστικός, βρώμικος, τα ρούχα του κουρέλια, στα χέρια και στα πόδια αλυσοδεμένος με μεγάλες βαριές μπάλες. Όμως και πάλι τους προκάλεσε. «Αφήστε μου το ένα χέρι ελεύθερο και ελάτε». Για να φανερώσει που είχε κρύψει τον θησαυρό τον βασάνισαν άγρια. Τον χτυπούσαν με τα χέρια και τα κουμπούρια τους. Ένα δυνατό χτύπημα του έκοψε τα χείλια και του έσπασε και δόντια. Ο Οδυσσέας μούγκριζε από τους πόνους. Στο τέλος τον αποτελείωσαν με ένα γνωστό, μέχρι και σήμερα, βασανιστήριο. Καθώς τον κρατούσαν οι άλλοι δύο, ο Τριανταφυλλίνας του έστριψε τα γεννητικά όργανα. Έχασε τις αισθήσεις του από τον φοβερό πόνο αλλά οι τρεις δήμιοι συνέχισαν να τον χτυπούν ενώ ήταν λιπόθυμος. Το μουγκρητό έγινε επιθανάτιος ρόγχος. Αλλά δεν πέθαινε. Χρειάστηκε να τον στραγγαλίσουν.

Το πτώμα του βρέθηκε μπροστά στον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Ήταν φανερό τι είχε συμβεί αλλά οι άνθρωποι του Γκούρα κουκούλωσαν την ιατροδικαστική έκθεση και παρουσίασαν τον φόνο ως το αποτέλεσμα της πτώσης από το κελί στη διάρκεια μιας υποτιθέμενης απόπειρας απόδρασης. Είχαν φροντίσει να τυλίξουν ένα σχοινί γύρω από το πτώμα. Βέβαια κανέναν δεν κατόρθωσαν να εξαπατήσουν. Επιπλέον, αν και δεν το είχαν αντιληφθεί, υπήρχε ένας αυτόπτης μάρτυρας. Ο 21χρονος στρατιώτης Κώστας Καλαντζής.

40 χρόνια μετά, το 1863, θα διηγηθεί το τι πραγματικά έγινε στον δικηγόρο Σπυρίδωνα Φόρτη που θα το καταγράψει. Ένα από τα δαχτυλίδια που φορούσε ο Οδυσσέας (ο οποίος πραγματικά είχε συγκεντρώσει έναν μεγάλο θησαυρό στη σπηλιά του στην Τιθορέα Λοκρίδας – μέχρι και σήμερα ψάχνουν διάφοροι περίεργοι να τον ανακαλύψουν), βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (δείτε το, εδώ). Πάνω στην πέτρα του δαχτυλιδιού είναι χαραγμένος ένας σταυρός και οι λέξεις ΔΙΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟ. Το δαχτυλίδι αυτό χάρισε στο μουσείο, στις 19 Ιανουαρίου 1955, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο Φιλοποίμην Φίνος. Ήταν ένα οικογενειακό κειμήλιο που δεν γνωρίζουμε πώς βρέθηκε στα χέρια της οικογένειας αυτής της μεγάλης προσωπικότητας αλλά μπορούμε να φανταστούμε καθώς η οικογένεια κατάγεται από την Τιθορέα (εκεί γεννήθηκε και ο Φίνος). Κάποιος πρόγονος θα βρήκε το δαχτυλίδι στη σπηλιά ή θα το απόκτησε σε κάποια συναλλαγή και η οικογένεια το κράτησε ως κειμήλιο.

Η οικογένειά του

Ο Ανδρούτσος είχε νυμφευθεί την Ελένη Καρέλλη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλλη από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων και απέκτησαν μαζί ένα γιο, τον Λεωνίδα Ανδρούτσο.

Τον θάνατό του, ακολούθησε ένα όργιο φημών για κρυμμένους αμύθητους θησαυρούς του Ανδρούτσου, που δεν βρέθηκαν ποτέ, ενώ η χήρα του Ελένη, αποσύρθηκε διακριτικά από το προσκήνιο και έζησε παραγκωνισμένη και αγνοημένη σε αφόρητη φτώχεια. Τότε τον μονάκριβο γιό της, Λεωνίδα, που είχε γεννηθεί σε μια σπηλιά, και τον είχε βαφτίσει ο οπλαρχηγός Πανουργιάς, ανέλαβε υπό την προστασία του ο βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος, πατέρας του Όθωνα, στο Μόναχο. Μαζί του πήγε στη Βαυαρία και η μητέρα του Ελένη. Εκεί όμως δύο χρόνια αργότερα σε ηλικία 12 ετών, προσβλήθηκε από τύφο και πέθανε το 1836. Τον έθαψαν στο εκεί κοιμητήριο και η δυστυχής μητέρα του επέστρεψε στην Ελλάδα.

Όταν είχε έρθει στην Ελλάδα της ενεκρίθη μια πενιχρή σύνταξη. Αργότερα επί Όθωνος η σύνταξή της αυξήθηκε στις 60 δραχμές. Ο Κωνσταντίνος Σάθας σε άρθρο του δημοσιευμένο στο περιοδικό «Χρυσαλλίς» εξέφρασε την απορία γιατί ο Όθων, που υποτίθεται ότι θαύμαζε τον γενναίο Ανδρούτσο, δεν φρόντισε για την αξιοπρεπή ταφή έστω και χρόνια αργότερα και δεν χορήγησε στη λιμοκτονούσα χήρα του, σύνταξη υπολοχαγού της Φάλαγγας, ενώ προηγουμένως είχε αγοράσει το σπαθί του αντί 4.000 δραχμών και τις παλάσκες και τις πιστόλες του αντί 3.000 δραχμών.

Τελικά μόλις το 1862, η Επανάσταση που έδιωξε τον Όθωνα από την Ελλάδα, με πρόταση του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη και του Δημητρίου Καλλιφρονά, ενέκρινε με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης και δόθηκε στην χήρα του Ανδρούτσου σύνταξη 200 δραχμών το μήνα.

Όλα αυτά τα χρόνια η χήρα Ελένη Ανδρούτσου ζούσε σε ένα φτωχό σπίτι στην Πλάκα και μόλις το 1834, κατόρθωσε να κάνει ανακομιδή των οστών του Οδυσσέα, ο οποίος είχε ταφεί πρόχειρα στους πρόποδες της Ακρόπολης. Τα οστά του παρέμειναν αγνοημένα στην εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων περί τα 40 χρόνια!

Μόλις το Φεβρουάριο του 1865 επετράπη να γίνει επίσημη ταφή των οστών στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Τα πήγαν πρώτα με πομπή στη Μητρόπολη των Αθηνών. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γηραιός πλέον αγωνιστής συνταγματάρχης Κάρπος Παπαδόπουλος, παρουσία των αρχών και πλήθους επισήμων και επιζώντων αγωνιστών της Επανάστασης και λαού. Στην συνέχεια ετάφησαν κανονικά στο Α’ Κοιμητήριο. Την κηδεία παρακολουθούσε από τα παράθυρα των Ανακτόρων (σήμερα: Μέγαρο Βουλής) ο βασιλιάς Γεώργιος.

Τα οστά του Ανδρούτσου μεταφέρθηκαν επισήμως το 1967 συνοδευόμενα από τον στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο και ετάφησαν στον τόπο της καταγωγής της οικογένειάς του: την Πρέβεζα.

Το δαχτυλίδι βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Η καρτερική χήρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου η Ελένη, πέθανε τον Ιούνιο του 1879, σε ηλικία 86 ετών.

Η εφημερίδα «Παλιγγενεσία» έγραψε (23 Ιουνίου 1879) ότι «η μακαρίτις κατήγετο εξ Ηπείρου, συνεμερίσθη δε νέα ούσα των αγώνων και των παθημάτων του ανδρός αυτής. Μετά τον θάνατον του γενναίου υπερασπιστού της Γραβιάς, έζη αφανής και άσημος εν Αθήναις, αναπολούσα τας ενδόξους ημέρας του παρελθόντος και θλιβομένη πικρότερον δια τούτο εν τη δυστυχία του παρόντος».