Menu

H (μοιραία) απόβαση στη Σμύρνη το 1919

H (μοιραία) απόβαση στη Σμύρνη το 1919

Ήταν 2 Μαΐου 1919 με το παλιό ημερολόγιο όταν έλαβε χώρα η ελληνική, στρατιωτική απόβαση στη Σμύρνη με απόφαση του «Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου» των νικητών συμμάχων του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ως εφαρμογή της συνθήκης του Μούδρου.

Ο ελληνικός στρατός ανέλαβε την διατήρηση της τάξης στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, (βιλαέτι Αϊδινίου) καθήκον το οποίο εκτέλεσε μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή και την οριστική αποχώρησή του από την περιοχή, στις 24 Αυγούστου / 6 Σεπτεμβρίου 1922.

Στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, – που ακολούθησε το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου – οι νικητές σύμμαχοι επέβαλαν τους όρους τους με μια σειρά συνθηκών στα ηττημένα κράτη. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και η πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η τύχη συζητήθηκε την Άνοιξη του 1919.

Συγκεκριμένα, στις συνεδριάσεις του «Συμβουλίου των Τεσσάρων» (που απαρτιζόταν από τον πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Ντέιβιντ Λόιντ Τζωρτζ, τον πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον, τον Γάλλο πρωθυπουργό Ζωρζ Κλεμανσώ και τον Ιταλό πρωθυπουργό Βιττόριο Ορλάντο) του Απριλίου του 1919, η Ιταλία ήρθε σε σύγκρουση τους υπόλοιπους εταίρους διεκδικώντας κυρίως τα εδάφη της Ριέκα και δευτερευόντως εδάφη στη Μικρά Ασία, κατακτώντας μάλιστα με τον στρατό της, και με ορμητήριο την ιταλοκρατούμενη τότε, Ρόδο, την περιοχή της Αττάλειας.

Ο Λόιντ Τζωρτζ στην συνεδρίαση της 23ης Απριλίου, για να αποφύγει την περαιτέρω επέκταση του ιταλικού στρατού (που σχεδίαζε να βαδίσει προς τη Σμύρνη), ύστερα από συνεννοήσεις με τον Ελευθέριο Βενιζέλο- και αφού ο Ιταλός πρωθυπουργός είχε εγκαταλείψει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πρότεινε στους συμμάχους του, την αποστολή ελληνικού σώματος στρατού για την κατοχή της Σμύρνης και την ειρήνευση στην περιοχή.

Γράφει σχετικά ο διπλωμάτης και ιστορικός Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ στο βιβλίο του «Το Όραμα της Ιωνίας»: «…Η απόφαση να στείλουν τους Έλληνες στη Μικρά Ασία λήφθηκε ξαφνικά, πρόχειρα, και με μεγάλη μυστικότητα από τους Τρεις Μεγάλους, με την ενθάρρυνση του Βενιζέλου αλλά με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς να αναλογιστούν τις συνέπειες. Ο Λόϋντ Τζωρτζ, βασιζόμενος στα στοιχεία που του έδωσε ο Βενιζέλος, προκάλεσε την απόφαση και ο πρόεδρος Ουίλσων παρακάμπτοντας τις απόψεις των Αμερικανών εμπειρογνωμόνων έδωσε τη συγκατάθεσή του στο σχέδιο με σκοπό να εξουδετερώσει την Ιταλία. Ο Κλεμανσώ έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο».

Με την άποψη του Σμιθ, -για το αναπάντεχο και κάπως πρόχειρο της απόφασης συμφωνεί και ο Έλληνας πρέσβης και ιστορικός Κώστας Σακελλαρόπουλος στο βιβλίο του «Η σκιά της Δύσεως»: «Η Απόφασις να ανατεθή εις ελληνικάς δυνάμεις η κατάληψις της Σμύρνης ελήφθη, όπως έχει εκτεθή, κατά τρόπον εντελώς αιφνίδιον, σχεδόν αιφνιδιαστικόν, εις μίαν στιγμήν κατά την οποίαν η συμπτωματική συνύπαρξις και αλληλεπίδρασις ωρισμένων συντελεστών έκαμε τη λύσιν αυτήν ανεκτήν, διά την έλλειψιν άλλης καλυτέρας. Μόνος ο Lloyd George, μεταξύ των συμμάχων, σχεδόν και μεταξύ των Αγγλων, θα ήτο ίσως κατ’ αρχήν διατεθειμένος να την εισηγηθή και την υποστηρίξη υπό οποιασδήποτε περιστάσεις. Αλλά ασφαλώς θα απετύγχανε να την επιβάλη αν οι Ιταλοί δεν είχον ήδη καταλάβει το νοτιοδυτικόν τμήμα της Μικράς Ασίας, αν ο κίνδυνος να επεκτείνουν την κατοχήν των και επί της Σμύρνης δεν εφαίνετο άμεσος, αν το ζήτημα του Φιούμε δεν είχε φέρει αυτούς εις πλήρη ρήξιν με τον προέδρον Wilson, και αν, εκ της αφορμής αυτής δεν είχον αποχωρήσει από τη διάσκεψιν. Εχρειάσθησαν όλα αυτά διά να δεχθή την πρόταση του Αγγλου πρωθυπουργού -ως κακόν μη χείρον παντός- και ο Wilson, αλλ’ ιδίως ο Clemenceau. Ούτε λοιπόν του ενός, ούτε του άλλου τη στάσιν ενέπνευσε εύνοιαν προς την Ελλάδα, της οποίας την εις Μικράν Ασίαν επέκτασιν εθεώρουν και οι δύο αντίθετον προς τους σκοπούς και τα συμφέροντά των».

Στις 23 Απριλίου) 1919 η πρόταση, όπως μαρτυρά και το παρακάτω τηλεγράφημα του Ελευθέριου Βενιζέλου προς το υπουργείο Εξωτερικών, έγινε δεκτή από τους Συμμάχους: «Ταύτην την στιγμήν το Ανώτατον Συμβούλιον της Συνδιασκέψεως με πληροφορεί ότι εν τη σημερινή συνεδριάσει του απεφάσισεν όπως το εκστρατευτικόν σώμα αναχωρήση αμέσως δια Σμύρνην. Απόφασις ελήφθη παμψηφεί (και οι Ιταλοί ευθυγραμμίσθησαν)».

Στις 25 Απριλίου η 1η Μεραρχία (γνωστή ως «Σιδηρά Μεραρχία») με διοικητή τον συνταγματάρχη Πυροβολικού Νικόλαο Ζαφειρίου, που στρατοπέδευε στην Ελευθερούπολη της Καβάλας, έλαβε διαταγή να ετοιμαστεί για επιβίβαση στα πλοία που θα αποστέλλονταν. Στις 30/4 αναχωρεί από το λιμάνι της Ελευθερούπολης, με προορισμό την Σμύρνη. Η νηοπομπή συνοδεύεται από 4 ελληνικά και 3 βρετανικά αντιτορπιλικά. Την Πρωτομαγιά η νηοπομπή σταθμεύει προσωρινά στο λιμάνι της Γέρας στη Μυτιλήνη.

Την ίδια ώρα στην Σμύρνη «….Ο κόσμος είχε αντιληφθή ότι κάτι έκτακτον συμβαίνει και ήρχισε να συγκεντρούται εις τον περίβολον της Αγίας Φωτεινής. Η μεγάλη αίθουσα του μητροπολιτικού μεγάρου είχε γεμίσει ασφυκτικά κι όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη της συνεδρίασης, που όμως καθυστερούσε διότι δεν είχε φτάσει ακόμη ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, ναύαρχος Ηλ. Μαυρουδής. Οταν έφτασε, λόγω του συγκεντρωμένου πλήθους, μόλις μετά βίας μπήκε στην αίθουσα. Τότε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ανέβηκε στο βήμα. Ο λόγος απολύτως σαφής δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για παρανοήσεις. Είπε: «Αδελφοί το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγικαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του γένους μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά τη σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον ημέραν της 1ης Μαΐου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμένον… Η αποβίβασις των ελληνικών μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο, το εξωτερικόν φρούριον της Σμύρνης κατελήφθη υπό των ελληνικών στρατευμάτων. Αύριο οι ελευθερωτές μας εισέρχονται… Η μικρά και ένδοξος Ελλάς, μεγενθυνομένη ούτω, θα βαδίση γοργώ τω βήματι προς ένδοξότατον μέλλον… Το ζήτημα ήτο να θέση άπαξ τον πόδα της επί της Μικράς Ασίας και της Θράκης και τον έθηκε πλέον βαρύν». Και κατέληξε ενθουσιωδώς: «Ζήτω η Μεγάλη μας Πατρίς Ελλάς. Ζήτω η Ελληνική Σμύρνη. Ζήτω ο Βενιζέλος. Ζήτω ο ναύαρχός μας Ηλίας Μαυρουδής. Ζήτω η ένωσίς μας μετά της μητρός Ελλάδος»…»(Μ. Ροδά: «Απομνημονεύματα – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία – Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήναι 1950,).

Στις 2 τα ξημερώματα της 2ας Μαΐου η νηοπομπή που μετέφερε το στρατό κατοχής αναχώρησε από τον κόλπο της Γέρας της Λέσβου με προορισμό τη Σμύρνη. Νωρίς το πρωί στους τοίχους της Σμύρνης έχει τοιχοκολληθεί η προκήρυξη που τυπώθηκε -στα ελληνικά και στα τουρκικά- στα τυπογραφεία της εφημερίδας «Αμάλθειας».

Οι Έλληνες της πόλης είχαν ήδη κατακλύσει το λιμάνι, έτοιμοι να υποδεχτούν τα ελληνικά στρατεύματα και πραγματικά στις 7.30 π.μ. μπήκε στο λιμάνι το υπερωκεάνιο «Πατρίς», ακολούθησε το ακτοπλοϊκό «Ατρόμητος», στη συνέχεια το υπερωκεάνιο «Θεμιστοκλής» κατόπιν τα ακτοπλοϊκά «Αδριατικός» και «Έλδα».

Στις 7.50 ο μέραρχος Ζαφειρίου ελέγχει από τον «Αβέρωφ» την προκυμαία και δίνει τη διαταγή. Ο σηματωρός του «Πατρίς» σαλπίζει και οι Εύζωνοι του 1/38 αποβιβάζονται.   Κατά τις 10:30 και όταν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού είχε αποβιβαστεί, Τούρκοι μεμονωμένοι στρατιώτες και πολίτες άνοιξαν πυρ, κρυμμένοι σε μερικά κτίρια της περιοχής. Οι Έλληνες στρατιώτες απάντησαν στους πυροβολισμούς μέχρι που κατάφεραν να επιβάλουν την τάξη.

Η συμπλοκή κράτησε περίπου μία ώρα. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 2 νεκροί ( οι Εύζωνες Βασίλειος Δάλαρης και Γεώργιος Παπακώστας, οι πρώτοι νεκροί στρατιώτες της Μικρασιατικής εκστρατείας και 42 τραυματίες, εκ των οποίων οι 9 ήταν πολίτες. Οι Τούρκοι είχαν 5 νεκρούς και 16 τραυματίες εκ των οποίων οι 8 ήταν πολίτες. Επίσης, υπήρχαν 47 νεκροί διαφόρων εθνικοτήτων – πλην ελληνικής και τουρκικής. Τα ελληνικά στρατεύματα συνέλαβαν τον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Σμύρνης Ναδίρ Πασά, 2 στρατηγούς, 28 ανώτερους αξιωματικούς, 123 κατώτερους, 540 οπλίτες και περί τους 2.000 άτακτους ενόπλους.

Με τη Συνθήκη των Σεβρών που υπογράφηκε 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 παραχωρούνταν και τυπικά στην Ελλάδα η κατοχή της επονομαζόμενης Ζώνης της Σμύρνης, όπου, σύμφωνα με τα άρθρα 65-83 της Συνθήκης, μόνο μετά από 5 χρόνια και κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων της θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα.