Menu

Αθήνα. Από τους Φράγκους στους Οθωμανούς

Αθήνα. Από τους Φράγκους στους Οθωμανούς

Σαν σήμερα, Παρασκευή 4 Ιουνίου 1456, τα οθωμανικά στρατεύματα του Ομέρ Μπέη Τουραχάνογλου εισέρχονται στην πόλη της Αθήνας ενώ την Ακρόπολη υπερασπίζεται ακόμα ο τελευταίος Δούκας των Αθηνών, Φραγκίσκος Β’ Ατσαγιόλι. Το γεγονός της κατάληψης της Αθήνας δεν έχει βέβαια την ιστορική σημασία και το τραγικό μεγαλείο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης που συνέβη τρία χρόνια νωρίτερα. Τα στοιχεία που μας παρέχουν οι πρωτογενείς πηγές είναι μάλλον ανεπαρκή, ενίοτε ασαφή και αντικρουόμενα ενώ κάποια από αυτά δεν αντέχουν στην κριτική ανάλυση. Κατά συνέπεια, οι μεταγενέστεροι ιστορικοί έχουν διατυπώσει διάφορες εκδοχές σχετικά με τις λεπτομέρειες των συμβάντων.

Ωστόσο, είναι δυνατή η ανασύνθεση της γενικής εικόνας από την οποία προκύπτει μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία με αγώνες για εξουσία ή απλή επιβίωση, ερωτικά πάθη, δολοπλοκίες και δολοφονίες υπό τη σκιά του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ του Πορθητή.

Το 1024 και μετά τον κατακερματισμό της άλλοτε κραταιάς βυζαντινής αυτοκρατορίας σε μικρότερα και συχνά αντιμαχόμενα βασίλεια, ηγεμονίες και φέουδα, δημιουργήθηκε το φραγκικό Δουκάτο των Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των 250 ετών της ύπαρξής του αυξομειωνόταν εδαφικά αλλά περιλάμβανε κυρίως την Αττικοβοιωτία με πρωτεύουσα τη Θήβα. Γάλλοι, Καταλανοί και Ιταλοί εναλλάχθηκαν στην εξουσία και από το τέλος του 14ου αιώνα το Δουκάτο περιήλθε στην κατοχή των Ατσαγιόλι, οικογένειας τραπεζιτών και εμπόρων με καταγωγή από τη Φλωρεντία, οι οποίοι μετέφεραν την έδρα του στην Ακρόπολη της Αθήνας. Φυσικά, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε την πρωτοκαθεδρία έναντι της Ορθόδοξης ενώ οι Φράγκοι δυνάστες εκτιμούσαν ιδιαίτερα το φρούριο της Ακρόπολης από στρατιωτικής απόψεως αλλά εξέφραζαν και το θαυμασμό τους για τα πολυάριθμα μνημεία της αρχαιότητας. Ο γηγενής πληθυσμός των μερικών χιλιάδων Αθηναίων δεν τύγχανε βέβαια της ίδιας εκτίμησης.

Το 1451 πέθανε ο δούκας Νέριο Β’ Ατσαγιόλι αφήνοντας στο θρόνο υπό επιτροπεία τον ανήλικο γιο του Φραγκίσκο Α’. Η ηγεμονία του είχε πλέον περιοριστεί κυρίως στην Αττική. Η χήρα μητέρα του, δούκισσα Κιάρα ήταν βενετικής καταγωγής και παρουσιάζεται ως μια φιλόδοξη γυναίκα που επιθυμούσε αρχικά να κρατήσει την εξουσία για τον εαυτό της. Ωστόσο, σύντομα ερωτεύτηκε ένα Βενετό ευγενή, ονόματι Βαρθολομαίο Κονταρίνι, που είχε έρθει στην Αθήνα για εμπορικές επιχειρήσεις. Ο Κονταρίνι αποδέχτηκε τις προτάσεις της δούκισσας και δηλητηρίασε την άτυχη σύζυγό του στη Βενετία για να αποκτήσει επισήμως την Κιάρα – και τη χώρα της βέβαια. Τα άλλα μέλη της οικογένειας Ατσαγιόλι καθώς και επιφανείς Αθηναίοι, μάλλον δυσαρεστημένοι από τη διακυβέρνηση του ζεύγους και πιθανώς φοβούμενοι για τη ζωή του ανήλικου ακόμα Φραγκίσκου Α’, ζήτησαν την παρέμβαση του επικυρίαρχου, Μωάμεθ Β’ του Πορθητή.

Ο Κονταρίνι και ο νεαρός Φραγκίσκος Α’ εκλήθησαν για εξηγήσεις στην αυλή του σουλτάνου στην Αδριανούπολη όπου τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο Μωάμεθ Β’ αποφάσισε να τοποθετηθεί στο θρόνο ένας άλλος Φραγκίσκος Ατσαγιόλι. Αυτός ήταν ο γιός του προγενέστερου δούκα Αντώνιου Β’, και ανεψιός του Νέριο Β’ και της Κιάρα, ο οποίος βρισκόταν εκεί για χρόνια ως όμηρος των Οθωμανών. Σύμφωνα με το σύγχρονο με τα γεγονότα ιστορικό Χαλκοκονδύλη, φημολογείται ότι υπήρξε και ερωμένος του Μωάμεθ Β’. Περιθώρια αντίδρασης φυσικά δεν υπήρχαν.

Ο νεαρός Φραγκίσκος Α’ εξαφανίζεται από την ιστορία και το 1455 αναλαμβάνει τελικά την εξουσία στο Δουκάτο ο Φραγκίσκος Β’. Σχεδόν αμέσως, φυλάκισε τη θεία του Κιάρα στα Μέγαρα και λίγο αργότερα τη σκότωσε. Τότε όμως, με πρόσχημα τη δολοφονία της Κιάρα, ο Μωάμεθ Β’ διέταξε την κατάλυση του Δουκάτου των Αθηνών. Μετά και το θρίαμβό του με την άλωση της Βασιλεύουσας, έκρινε ότι είχε έρθει πλέον η ώρα να απαλλαγεί σταδιακά από τους ενοχλητικούς εναπομείναντες Φράγκους και Βυζαντινούς ηγεμονίσκους του ελλαδικού χώρου.

Στις 29 Μαΐου 1456, ένας κομήτης διέσχισε τον αττικό ουρανό, προάγγελος κακών, όπως πιστευόταν τότε. Πράγματι, ο οθωμανικός στρατός διέσχισε με την ίδια ευκολία και ταχύτητα την αττική γη. Επικεφαλής του ήταν ο ικανός στρατιωτικός και κυβερνήτης της Θεσσαλίας Ομέρ Μπέης Τουραχάνογλου (ο οποίος επρόκειτο στο μέλλον να έχει μια αξιόλογη καριέρα εναντίον αντιπάλων ανάμεσα στους οποίους είναι και ο περίφημος Βλαντ Δράκουλας, πρίγκιπας της Βλαχίας). Πιθανότατα, η προέλαση του εισβολέα συνοδεύτηκε από σφαγές, αιχμαλωσίες, εκτεταμένες λεηλασίες και καταστροφές.

Στις 4 Ιουνίου, ο οθωμανικός στρατός εισήλθε μάλλον αμαχητί στην πόλη και, χωρίς να προβεί τώρα σε σφαγές ή καταστροφές, ξεκίνησε την πολιορκία της Ακρόπολης.

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το εάν ο Ομέρ μπέης επιχείρησε κατάληψη εξ εφόδου ή απλώς περιορίστηκε σε αποκλεισμό περιμένοντας την πείνα να κάμψει την αντίσταση των υπερασπιστών. Ούτε είναι σαφές για πόσο διάστημα κράτησε η πολιορκία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι μέχρι και τον Οκτώβριο του 1456 η Ακρόπολη δεν είχε πέσει. Ωστόσο, οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του Φραγκίσκου προς τη Δημοκρατία της Βενετίας και το Βασίλειο της Νάπολης για στρατιωτική βοήθεια δεν είχαν βρει ανταπόκριση. Κάποια στιγμή, ο Ομέρ μπέης έκανε μια προσφορά στο Φραγκίσκο που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να αρνηθεί. Με αντάλλαγμα την παράδοση της Ακρόπολης, θα του παραχωρούσε τη Θήβα, ήδη κατεχόμενη εδώ και χρόνια από τους Οθωμανούς. Ο ίδιος θα μπορούσε να αποχωρήσει μαζί με όλη την κινητή περιουσία του και όσους άλλους το επιθυμούσαν και να ζήσουν εκεί, ως υποτελείς πάντα. Μετά και την επιβεβαίωση των όρων της συνθηκολόγησης από το Μωάμεθ Β’, ο Φραγκίσκος αποδέχτηκε και εγκατέλειψε την Ακρόπολη κάπου μεταξύ 1457 και πρώτου εξαμήνου του 1458. Ήταν η τελευταία φορά που είδε την Αθήνα και το επίσημο τέλος της φραγκοκρατίας στην πόλη.

Περί τις αρχές φθινοπώρου του 1458, ο Μωάμεθ Β’ επισκέφτηκε για τέσσερις μέρες την Αθήνα, επιστρέφοντας από μια επιτυχή εκστρατεία εναντίον του βυζαντινού Δεσποτάτου του Μορέως. Έδωσε εντολές, παραχώρησε κάποια προνόμια στους κατοίκους και την Ορθόδοξη Εκκλησία, θαύμασε τα αρχαία μνημεία, επαίνεσε δημοσίως τον Ομέρ μπέη και αναχώρησε εμφανώς ικανοποιημένος με το καινούριο του απόκτημα. Μετά δύο χρόνια, κατέλυσε ολοκληρωτικά το Δεσποτάτο του Μορέως και επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Αθήνα.

Όσο για τον Φραγκίσκο – της Θήβας, πλέον – αυτός διατάχθηκε το 1460 να πάρει μέρος με τις ελάχιστες δυνάμεις του στις οθωμανικές επιδρομές εναντίον του Φράγκου ηγεμόνα Λευκάδας και Κεφαλονιάς. Το ίδιο έτος, εκτελέστηκε από τον πασά της Πελοποννήσου με εντολή του Μωάμεθ ενώ η σύζυγός του κατέληξε στο χαρέμι και οι δύο γιοί του εντάχθηκαν στο σώμα των γενιτσάρων.