Menu

Ο Ερικ Λίντελ και οι «Δρόμοι της φωτιάς»

Ο Ερικ Λίντελ και οι «Δρόμοι της φωτιάς»

Ο Ερικ Λίντελ υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς δρομείς στην ιστορία του κλασικού αθλητισμού, άφησε το αποτύπωμα του στους Ολυμπιακούς Αγώνες μόλις σε ηλικία 22 ετών κι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια καταπληκτική ταινία. Ο λόγος για τους «Δρόμους της Φωτιάς», που απέσπασαν Όσκαρ και θεωρούνται δικαίως ως ένα από τα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης που αφορούν τον αθλητισμό.

Άλλωστε, αν δεν ήταν ο Χιου Χάτσον το 1981 να δημιουργήσει τη συγκεκριμένη ταινία, ίσως να μην μαθαίναμε και ποτέ τη συγκλονιστική ιστορία του «Ιπτάμενου Σκωτσέζου», ο οποίος ήταν πολλά περισσότερα από ένας σπουδαίος αθλητής.

Γεννήθηκε το 1902 στην Τιεντσίν της Κίνας, εκεί όπου βρέθηκαν οι Ευαγγελιστές γονείς του λόγω μιας ιεραποστολής της Αποστολικής Κοινωνίας του Λονδίνου. Κατόπιν γύρισε στο Εδιμβούργο, σπούδασε κι άρχισε ξεχωρίζει στο ράγκμπι αλλά και στον στίβο αποκτώντας τη φήμη του πιο γρήγορου δρομέα στη Σκωτία, με τις εφημερίδες να του αφιερώνουν άρθρα και να κάνουν λόγο για έναν μελλοντικό νικητή στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ένα χρόνο πριν τους Αγώνες του 1924, ο Λίντελ «σάρωσε» στο εθνικό πρωτάθλημα κι ήταν έτοιμος να κάνει το ίδιο και στο μεγάλο «ραντεβού» του Παρισιού. Το καλό αγώνισμα του ήταν τα 100 μέτρα, ωστόσο οι διοργανωτές το είχαν προγραμματίσει ημέρα Κυριακή κι ο «Ιπτάμενος Σκωτσέζος» ως πιστός Ευαγγελιστής δεν θα αγωνιζόταν εκείνη την ημέρα. «Η Κυριακή είναι αφιερωμένη στον Θεό» έλεγε πάντα.

Υπάρχουν ορισμένες ανακρίβειες, σχετικά με την απόφαση του. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους «Δρόμους της Φωτιάς», έμαθε ότι το αγώνισμα των 100 μέτρων θα γινόταν Κυριακή στο δρόμο για το Παρίσι κι ότι ο λόρδος Μπάργκλεϊ του προσέφερε τη θέση του στην κούρσα των 400 μέτρων. Στην πραγματικά, το πρόγραμμα ήταν γνωστό αρκετούς μήνες πριν κι ο Λίντελ είχε σκεφτεί καλά πριν πάρει την τελική του απόφαση να μην τρέξει τόσο στα 100 μέτρα, όσο και στις σκυταλοδρομίες, οι οποίες ήταν την ίδια μέρα. Σε αγωνίσματα δηλαδή που το πιθανότερο είναι ότι θα κέρδιζε μετάλλια. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε ξεκινήσει και προπονήσεις στα 400 μέτρα.

Επίσης, την Κυριακή που διεξαγόταν ο αγώνας των 100 μέτρων, ο Λίντελ δεν ήταν καν στο στάδιο και σύμφωνα με την ταινία αποφάσισε να πάει στην εκκλησία για Λειτουργία, διαδίδοντας τον λόγο του Θεού. Η πιθανότερη εκδοχή, πάντως, είναι ότι είχε μείνει στο δωμάτιο του. Όπως και να έχει η ουσία δεν αλλάζει: δεν έτρεξε για θρησκευτικούς λόγους.

Μάλιστα, προκάλεσε και αντιδράσεις στους συμπατριώτες του, οι οποίοι επιθυμούσαν διακαώς την πρώτη νίκη της Σκωτίας σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Τελικά, αυτή ήρθε στο αγώνισμα των 400 μέτρων. Μολονότι, έτρεξε από την εξωτερική διαδρομή, ο Λίντελ όχι απλά νίκησε αλλά έκανε παγκόσμιο και ολυμπιακό ρεκόρ με χρόνο 47,6 δευτερόλεπτα! Ο συγκεκριμένος χρόνος κράτησε ως πανευρωπαϊκό ρεκόρ για 12 χρόνια, μέχρι να τον καταρρίψει τελικά ένας άλλος Βρετανός, ο Γκόντφρεϊ Μπράουν στους Ολυμπιακού Αγώνες του Βερολίνου το 1936. Λίγες ημέρες πριν γίνει χρυσός στα 400, είχε κατακτήσει και το χάλκινο μετάλλιο στα 200 μέτρα.

Ένα χρόνο μετά, το 1925, ο Λίντελ εγκατέλειψε τη δόξα και τη φήμη του αθλητισμού για να βρεθεί στο πλάι του πατέρα του στο ιεραποστολικό έργο διάδοσης του λόγου του Θεού. Με επιθυμία να βοηθήσει τους φτωχούς ανθρώπους, βρέθηκε στην Τιαντζίν (πρώην Τιεντσίν) και μετά στην Ξιαοζάνγκ. Φτωχές περιοχές της Κίνας, οι οποίες υπέφεραν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, αλλά και λόγω της εισβολής των Ιαπώνων.

Ο Λίντελ συνέχισε τον αθλητισμό στην Κίνα και σε αγώνες που έγιναν για τα εγκαίνια σιδηροδρομικής γραμμής νίκησε μέλη των Ολυμπιακών ομάδων του 1928 της Γαλλίας και της Ιαπωνίας στα 200 και τα 400 μέτρα. Επίσης, δίδαξε σε αγγλοκινέζικο κολέγιο, κάνοντας στα παιδιά και προπονήσεις σε διάφορα αθλήματα, ενώ κάθε Κυριακή ήταν υπεύθυνος στο κατηχητικό της εκκλησίας, όπου ο πατέρας του ήταν πάστορας. Συνέβαλε και στο χτίσιμο του Σταδίου Μινιουάν της Τιαντζίν. Επισκέφθηκε την Σκωτία μόνο δύο φορές και το 1934 παντρεύτηκε τη Φλόρενς ΜακΚένζι, η οποία ήταν βρέθηκε κι αυτή στην Κίνα, λόγω ιεραποστολής της εκκλησίας του Καναδά. Μαζί απέκτησαν τρεις κόρες (Πατρίσια, Χέδερ και Μορίν).

Το 1941, η κατάσταση είχε γίνει ιδιαίτερα επικίνδυνη κι η κυβέρνηση της Βρετανίας συμβούλεψε όσους έμεναν στην Κίνα να φύγουν άμεσα. Η σύζυγος του Λιντέλ, η οποία ήταν έγκυος στην τρίτη τους κόρη (βλ. Μορίν) έφυγε μαζί με τα παιδιά για τον Καναδά, ώστε να ζήσουν με την οικογένεια της. Αντίθετα, ο Σκωτσέζος πήγε στην Ξιαοζάνγκ για να βοηθήσει τον αδερφό του, ο οποίος ήταν γιατρός κι εκείνη την περίοδο άρρωστος.

Οι Ιάπωνες κατέλαβαν την πόλη και τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη Βεϊφάνγκ. Ο Λιντέλ εξελίχθηκε γρήγορα σε πρωτοστάτη και οργανωτή, φροντίζοντας να βρίσκει φαγητό, φάρμακα κι άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τον κόσμο. Επίσης, βοηθούσε τους ηλικιωμένους, δίδασκε τη Βίβλο και επιστήμες στα νέα παιδιά, ενώ διοργάνωνε ακόμα και αθλητικούς αγώνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον φώναζαν «Θείο Ρικ» και τον εμπιστεύονταν απόλυτα για τη δίκαιη κρίση του.

Στο τελευταίο γράμμα που έστειλε προς τη σύζυγο του, Φλόρενς, ανέφερε ότι έπασχε από νευρικό κλονισμό, λόγω της εξουθενωτικής δουλειάς. Αυτό σε συνδυασμό με τον υποσιτισμό οδήγησε στο να παρουσιάσει όγκο στον εγκέφαλο και τελικά να πεθάνει σαν σήμερα, στις 21 Φεβρουαρίου 1945. Σε μια από τις τελευταίες φράσεις του, όπως ανέφερε μέλος της αποστολής, είπε ότι: «παραδίνομαι ολοκληρωτικά». Με αυτό τον τρόπο θέλησε να υπογραμμίσει την απόλυτη αφοσίωση του στον Θεό.

Η ιστορία του Έρικ Λίντελ έγινε παγκόσμια γνωστή από την ταινία του Χιου Χάτσον, «Chariots of Fire» ή όπως τη μάθαμε στην Ελλάδα «Οι Δρόμοι της Φωτιάς». Σε αυτή περιγράφεται η πορεία του «Ιπτάμενου Σκωτσέζου» και του Χάρολντ Έιμπραχαμς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924, με τον Ίαν Τσάρλεσον να υποδύεται τον Λίντελ.

Επίσης, σημαντικό ρόλο στην ταινία έπαιξε η εξαιρετική μουσική της, την οποία έγραψε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο οποίος παρουσίασε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα που ήταν… μπροστά από την εποχή του. Ειδικά, η μουσική στους τίτλους έναρξης θεωρείται από τις καλύτερες και δημοφιλέστερες στιγμές και μάλιστα έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές σε ταινίες και τηλεοπτικά σόου.

Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 30 Μαρτίου 1981 στο Λονδίνο και το παρών έδωσαν και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Η επιτυχία ήταν τεράστια κι οι διακρίσεις άρχισαν να έρχονται μόλις λίγους μήνες αργότερα, στο Φεστιβάλ των Κανών, όπου κέρδισε το βραβείο δεύτερου αντρικού ρόλου (βλ. Ίαν Χολμ) και το Οικουμενικό Βραβείο της κριτικής επιτροπής. Επίσης, ήταν υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα, ενώ αναδείχθηκε καλύτερη βρετανική ταινία στα βραβεία BAFTA στο Λονδίνο.

Την επόμενη χρονιά ήταν υποψήφια για εφτά Βραβεία Όσκαρ, εκ των οποίων κέρδισε τα τέσσερα! Αυτά της καλύτερης ταινίας (Ντέιβιντ Πάτναμ), της πρωτότυπης μουσικής (Βαγγέλης Παπαθανασίου), του πρωτότυπου σεναρίου (Κόλιν Ουέλαντ) και των κουστουμιών (Μιλένα Κανονέρο).