Menu

Η ελληνική απογραφή του 1828, τα λάθη και οι αριθμοί

Η ελληνική απογραφή του 1828, τα λάθη και οι αριθμοί

Σε εξέλιξη βρίσκεται η απογραφή πληθυσμού και κατοικιών 2021, η οποία διενεργείται από την ΕΛΣΤΑΤ σε ολόκληρη τη χώρα, με ημερομηνία αναφοράς την 22α Οκτωβρίου.

Μέσω της απογραφής, γίνεται η καταμέτρηση του πληθυσμού της Ελλάδας σε κάθε περιφερειακή ενότητα, δήμο ή κοινότητα και αυτοτελή οικισμό, καλύπτοντας όλη την επικράτεια (ηπειρωτική Ελλάδα, νησιά, παραμεθόριες περιοχές), ενώ παράλληλα συγκεντρώνονται στοιχεία για τα δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού και τις συνθήκες στέγασής του.

Η συμμετοχή στην απογραφή είναι υποχρεωτική και τα στοιχεία που συλλέγονται είναι εμπιστευτικά, δεν διαβιβάζονται ή κοινοποιούνται σε οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα και χρησιμοποιούνται μόνο για την παραγωγή συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων. Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της απογραφής δεν συλλέγονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Η ελληνική απογραφή του 1828, τα λάθη και οι αριθμοί

Η ιστορία των απογραφών

Η ελληνική απογραφή αφορά στον χαρακτηρισμό των απογραφών πληθυσμού που διενέργησε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος από τη δημιουργία του, το 1828 μέχρι σήμερα. Στο απώτερο παρελθόν λάμβαναν χώρα σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα, ενώ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει καθιερωθεί η διεξαγωγή τους κάθε δέκα έτη, αρχής γενομένης από το 1951. Μέχρι τώρα έχουν διεξαχθεί 30 απογραφές.

Οι πρώτες από αυτές ήταν απλές καταμετρήσεις με μειωμένη αξιοπιστία, λόγω της μεγάλης διάρκειάς τους. Από το 1836 έως το 1845 γινόταν κάθε χρόνο απογραφή του πληθυσμού, με την προσθήκη των στοιχείων του φύλου και της ηλικίας. Το 1839 ήταν η πρώτη χρονιά που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα αποτελέσματα της απογραφής, ενώ το 1853 και 1856 ο πληθυσμός δημοσιεύθηκε κατά νομούς, επαρχίες, δήμους και πόλεις που ήταν πρωτεύουσες νομών.

Η διάρκεια διεξαγωγής των απογραφών ποικίλει. Οι απογραφές συνήθως διαρκούν μία ημέρα με εξαίρεση την απογραφή του 1861 η οποία διήρκεσε 60 ημέρες και την τελευταία απογραφή του 2011 η οποία πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις.

Η απογραφή του Καποδίστρια

Η πρώτη απογραφή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, της Ελληνικής Πολιτείας με Κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια που διενεργήθηκε από την κυβέρνησή του, εκτίμησε τους κατοίκους του νεοσυσταθέντος κράτους σε 753.400, ενώ έγινε επίσης και εκτίμηση του πληθυσμού κατά το 1821 σε 938.765 κατοίκους.

Στην πρώτη αυτή απογραφή γινόταν και καταγραφή του θρησκεύματος για να ξεχωριστεί ο ελληνικός από τον τουρκικό πληθυσμό. Γινόταν επίσης απογραφή του αριθμού οικογενειών και του φύλου των απογραφομένων.

Αναφέρεται ότι ο Καποδίστριας είχε ζητήσει τη σύνταξη πινάκων με τις εξής πληροφορίες: αριθμό κατοίκων, το θρήσκευμα των απογραφομένων (Χριστιανοί και Τούρκοι), τους κατόχους κτημάτων, όσους καλλιεργούσαν εθνικές γαίες, το επάγγελμα, τον αριθμό και την αξία των πρώην τουρκικών κτημάτων, τον αριθμό των σχολείων, τον αριθμό μαθητών / διδασκάλων των σχολείων, τον αριθμό των Εκκλησιών και μοναστηριών.

Πιθανότατα η απογραφή άρχισε το Μάρτιο του 1828 ενώ αποτελέσματά της στάλθηκαν στην κυβέρνηση το 1828 και το 1829. Χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Καποδίστριας αναφέρει τον Ιούλιο του 1831 στο γράμμα του προς τον στρατηγό Σνάιντερ (σ.σ. Schneider) της Εκστρατείας του Μωριά που του ζήτησε πληροφορίες για τον πληθυσμό της Πελοποννήσου ότι έλαβε ικανοποιητικές πληροφορίες από 9 μόνο από τις 27 επαρχίες, ενώ από 15 επαρχίες έλαβε μόνο τον αριθμό οικογενειών (και εκτίμησε τον πληθυσμό με 4 και 1/3 κατοίκων ανά οικογένεια), ενώ για άλλες περιοχές δεν έλαβε καμιά πληροφορία και τον πληθυσμό τους εκτίμησε η επιτροπή επί των στατιστικών.

Ενώ αναλυτικά στοιχεία για την απογραφή δεν είναι ευρέως γνωστά, έχουν περάσει στην ιστορία χωριών ή πόλεων οι απογραφείς, όπως για παράδειγμα ο τότε συμβολαιογράφος Τριπόλεως Ρήγας Παλαμήδης και ο Κωνσταντίνος Καλαµαριώτης Δημογέροντας στο Μπαλιάγα (σημερινή Άμμο Μεσσηνίας). 

Αποτελέσματα

Η απογραφή αυτή βρήκε πληθυσμό 753.400 κατοίκων στην Ελλάδα, η οποία τότε αποτελείτο από την Πελοπόννησο και μερικά νησιά (Διοικητική διαίρεση της Ελλάδας 1828). Μέσω της απογραφής του 1828 έγινε εκτίμηση του πληθυσμού κατά το 1821 (ή όπως αναφερόταν: «εξακριβώθη αναδρομικώς ο πληθυσμός κατά το 1821» σε 938.765 κατοίκους.

Η ελληνική απογραφή του 1828, τα λάθη και οι αριθμοί

Η απογραφή αυτή δε δημοσιεύθηκε επίσημα, συνεπώς τα στοιχεία που υπάρχουν για αυτή είναι περιορισμένα. Κάποια συγκεντρωτικά στοιχεία υπάρχουν σε επίσημη έκδοση του υπουργείου Εσωτερικών του 1867 που υπογράφεται από τον τμηματάρχη Μανσόλα, αλλά και σε γραπτές επικοινωνίες του Κυβερνήτη Καποδίστρια που αναφέρονται σε αυτήν.

Για την ακρίβεια των στοιχείων του 1828, χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ενώ στον πίνακα που εμφανίζεται από τον Μανσόλα η Πελοπόννησος φαίνεται να έχει 400.000 κατοίκους, η αλληλογραφία του Καποδίστρια αναφέρει 308.805 κατοίκους και η Επιστημονική επιτροπή της Γαλλικής Αποστολής στο Μοριά μέτρησε 336.366 κατοίκους (όλα αναφερόμενα στο ίδιο σύγγραμμα). Επισημαίνεται ότι το σύνολο του πληθυσμού που δείχνει ο πίνακας αυτός για τη χώρα (753.400) αναφέρεται από όλες τις μετέπειτα επίσημες κρατικές εκδόσεις στις οποίες δημοσιεύονται απογραφές μέχρι και σήμερα. 

Η απογραφή των Γάλλων

Το επιστημονικό μέρος της γαλλικής αποστολής της Εκστρατείας του Μoριά (1828-1833) θεώρησε απαραίτητο να επαληθεύσει τα στοιχεία πληθυσμού που τους προμήθευσε ο Κυβερνήτης της Ελλάδος, Ιωάννης Καποδίστριας. Σύμφωνα με την απογραφή αυτή, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου κατά το 1829 ανήρχετο σε 336.366 κατοίκους.

Η απογραφή θεωρήθηκε μέρος της Expédition scientifique de Morée και υλοποιήθηκε, υπό την επίβλεψη του Στρατηγού Σνεντέρ (Schneider), από τους Μπομπλεϊέ (Boblayer) και Σερβιέ (Servier).

Αναλυτικά στοιχεία από την απογραφή (πίνακες με αναφορά οικισμού, αριθμού οικογενειών και αριθμού κατοίκων) περιέχεται στον Δεύτερο Τόμο του έργου της Expédition scientifique de Morée με τίτλο Geographie.

Η απογραφή γίνεται σε 27 επαρχίες και αφορά 1477 τοπωνύμια. Υπάρχουν δύο στήλες, μία που δίνει τον πληθυσμό σε άτομα και μία σε αριθμό οικογενειών. Τα στοιχεία τόσο όσον αφορά τον αριθμό των οικογενειών, όσο και τον αριθμό των ατόμων δεν δίνονται για όλες τις επαρχίες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια ο συνολικός πληθυσμός.

Προκειμένου, λοιπόν,  να υπολογιστεί, έστω και κατά  προσέγγιση, ο συνολικός πληθυσμός της Πελοποννήσου, υπολογίστηκε  ο μέσος όρος των ατόμων ανά οικογένεια, για όσες Επαρχίες μας δίδονται αμφότερα και αφού παραλείφθηκε, για λόγους εξομάλυνσης,  η μικρότερη και η μεγαλύτερη τιμή, υπολογίστηκε ένας τελικός μέσος όρος, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να υπολογιστεί ο αριθμός των ατόμων στις επαρχίες για τις οποίες δεν υπάρχουν δεδομένα. Αυτός ο μέσος όρος ανήλθε τελικά σε 4,40 άτομα ανά οικογένεια. Με τη μέθοδο αυτήν καταλήγουμε σε ένα σύνολο για τον πληθυσμό 308.503 ατόμων

Επίσης, δεν υπάρχει καμία πόλη. Υπάρχουν τρεις μόλις ημιαστικές περιοχές με πληθυσμό από 4000 – 6999 άτομα και συγκεκριμένα το Άργος με 6.864 άτομα, το Ναύπλιο με 5.550 και το Κρανίδι 4.813 άτομα.

Με δημογέροντες και παπάδες

Οι στατιστικές μετρήσεις του ελληνικού πληθυσμού διενεργούνταν από την εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ ακόμη η χώρα καλυπτόταν από ερείπια και ο πληθυσμός ήταν διεσπαρμένος. Σοβαρή προσπάθεια καταβλήθηκε το 1828 και η πρώτη επίσημη και ικανοποιητικά –για τα μέτρα της εποχής– οργανωμένη απογραφή πραγματοποιήθηκε στο ελεύθερο πλέον Ελληνικό Βασίλειο επί Όθωνος (1834-36). Η απογραφή εκείνη ανταποκρινόταν στις στατιστικές ανάγκες του νεοσύστατου κράτους, το οποίο ήθελε να σχηματίσει τους πρώτους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οι πρώτοι δήμοι κατατάσσονταν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, οπότε προέκυψε η ανάγκη να πραγματοποιηθεί εκείνη η απογραφή που βρήκε τη μικρή Ελλάδα με 156.823 οικογένειες και συνολικά 693.592 κατοίκους. Εντυπωσιάζει δε το γεγονός ότι εκείνη η απογραφή, στοιχεία της οποίας αποκαλύφθηκαν σε επίσημη έκδοση του υπουργείου Εσωτερικών, παραμένει ουσιαστικά αδημοσίευτη!

Οι τεχνοκράτες Βαυαροί που συνόδευσαν τον Όθωνα στην Ελλάδα, φρόντισαν να δημιουργήσουν το «Γραφείον Δημοσίου Οικονομίας» που πρέπει να θεωρείται και η πρώτη στατιστική υπηρεσία της χώρας μας (όπως σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ δηλαδή). Μέσω αυτής της υπηρεσίας, η οποία συνεργάστηκε με τους δημογέροντες και ακόμη περισσότερο με την Εκκλησία και τους ιερείς των κατά τόπους Ναών, έγινε η πρώτη απογραφή.

Οι τελάληδες γνωστοποίησαν στους ιδιαίτερα επιφυλακτικούς Έλληνες τους λόγους της απογραφής, οι οποίοι περιγράφονταν με θαυμαστή ακρίβεια σε εγκύκλιο του τότε υπουργείου Εσωτερικών. Οι απογραφικοί πίνακες της εποχής περιλάμβαναν τέσσερα βασικά στοιχεία: το όνομα του κατοικημένου τόπου, την απόστασή του από την πρωτεύουσα του νομού και της επαρχίας, τον αριθμό των οικογενειών και τον αριθμό των κατοίκων. Στην πραγματικότητα, η πρώτη εκείνη απογραφή διήρκεσε σχεδόν τρία χρόνια, όσο χρονικό διάστημα χρειάστηκε για να σχηματιστούν και οι πρώτοι δήμοι της χώρας (1834-36).

Αλλά και οι απογραφές που πραγματοποιούνταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα διαρκούσαν μήνες ολόκληρους. Αξίζει, δε, να σημειωθεί πως αμέσως μετά τον πρώτο σχηματισμό των δήμων και λόγω των αντιδράσεων που προκλήθηκαν άρχισαν οι συγχωνεύσεις ή οι διαιρέσεις τους, οπότε σε έξι χρόνια η αρχική εικόνα είχε αλλάξει εντελώς.

Οι πρωτεύουσες των νομών

Με την πρώτη διοικητική διαίρεση επί Όθωνος σχηματίσθηκαν δέκα νομοί και παρουσιάζει ενδιαφέρον ο πληθυσμός που καταγράφηκε στις πρωτεύουσές τους, όπως δείχνει ο πίνακας που ακολουθεί.

Θέση Νομός Έδρα νομού Διοικητικές μεταβολές
1Αιτωλίας & ΑκαρνανίαςΙερά Πόλις ΜεσολογγίουΟ νομός αρχικά περιελάμβανε ως τμήμα του και τον σημερινό νομό Ευρυτανίας, αποτελώντας αρχικά την Επαρχία Ευρυτανίας. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που αναφέρονται παραπάνω, ο νομός δεν χώρισε ποτέ σε δύο νομούς, έτσι είναι ο μόνος νομός που έμεινε στην ιστορία με ένα σύνθετο όνομα.
2ΑρκαδίαςΤρίποληΕίναι ο μόνος νομός στην ιστορία του ελληνικού κράτους ο οποίος μέχρι σήμερα έχει την έκταση του από την ανεξαρτησία αμετάβλητη. Από το 2011 με το πρόγραμμα Καλλικράτης, αποτελεί την Περιφερειακή Ενότητα Αρκαδίας.
3Αργολίδος & ΚορινθίαςΝαύπλιοΟι νομοί Κορινθίας και Αργολίδας αποτέλεσαν για συναπτά έτη τον νομό Αργολίδος & Κορινθίας, που ως νομός Αργολίδας περιλάμβανε τα νησιά του Αργοσαρωνικού που ήταν η επαρχία Τροιζηνίας (Πόρος, Γαλατάς, Μέθανα, Σπέτσες και Ύδρα) τα οποία αργότερα εντάχθηκαν στον νομό Αττικής. Η πρωτεύουσα του νομού ήταν το Ναύπλιο που ήταν τότε η πρώτη πρωτεύουσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους (1828-1834), πριν από την κίνηση του βασιλιά Όθωνα να μεταφέρει την πρωτεύουσα οριστικά στην Αθήνα.
4Αττικής & ΒοιωτίαςΑθήναιΟι νομοί Αττικής και Βοιωτίας αποτέλεσαν για συναπτά έτη τον Νομό Αττικής & Βοιωτίας.
5Αχαΐας & ΉλιδοςΠάτραιΟι Νομοί Αχαΐας και Ηλείας αποτέλεσαν τον Νομό Αχαΐας & Ήλιδος.
6ΕυβοίαςΧαλκίςΟ νομός περιελάμβανε αρχικά και τις βόρειες Σποράδες (Αλόννησος, Σκιάθος και Σκόπελος), οι οποίες σήμερα ανήκουν στον νομό Μαγνησίας, εκτός από το νησί της Σκύρου.
7ΚυκλάδωνΕρμούπολη
8ΛακωνίαςΣπάρτηΟ νομός αρχικά περιελάμβανε το νοτιοανατολικό μισό του νομού Μεσσηνίας από αυτό που είναι σήμερα.
9ΜεσσηνίαςΚαλαμαίΟ νομός αρχικά περιελάμβανε το νότιο μισό του νομού Ηλείας από αυτό που είναι σήμερα.
10Φωκίδος & ΛοκρίδοςΣάλωναΟ νομός αυτός αρχικά δεν περιελάμβανε αρχικά την επαρχία Δομοκού, η οποία μέχρι τότε ήταν μέρος της Θεσσαλίας, υπό οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1881. Η περιοχή σήμερα αποτελεί τον δήμο Δομοκού του νομού Φθιώτιδας που έγινε μόνο ένα μέρος του ελληνικού κράτους γενικότερα, και της Φθιώτιδας, ιδίως, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881.

Μεγάλο… χωριό η Αθήνα!

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της πρώτης εκείνης απογραφής, η Αθήνα ήταν απλά ένα μεγάλο χωριό με 7.177 κατοίκους. Πέραν του κεντρικού πυρήνα της πόλης που είχε 1.886 οικογένειες και συνολικά 7.028 κατοίκους, καταγράφηκαν συνολικά έξι κατοικημένες περιοχές που ήταν ο Πειραιάς, με 4 οικογένειες και συνολικά 31 κατοίκους, τα Πατήσια, όπου έμεναν 9 οικογένειες και συνολικά 49 κάτοικοι, η περιοχή της Μονής Πετράκη –σήμερα Κολωνάκι- με 3 οικογένειες και συνολικά 14 κατοίκους, η περιοχή του Φαλήρου και της παραλιακής με 4 οικογένειες (15 κατοίκους), το Λεβί (ευρύτερη περιοχή Σεπολίων-Τρεις Γέφυρες) με 4 οικογένειες και συνολικά 23 κατοίκους και οι Μύλοι στον Κηφισό, όπου καταγράφονταν 14 οικογένειες και συνολικά 63 κάτοικοι.

Η ελληνική απογραφή του 1828, τα λάθη και οι αριθμοί

Ονομασίες και μετονομασίες

Η Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό, καθημαγμένη από τη μεγάλη Επανάσταση και χρεωμένη από τα δάνεια, αναζητούσε την ταυτότητά της στο νεότερο κόσμο. Έτσι, η πρώτη απογραφή χρησιμοποιήθηκε ως ευκαιρία για να αναστηθούν αρχαιοελληνικές ονομασίες και «να συνδεθεί το παρόν της Ελλάδος με το ένδοξο παρελθόν της».

Ήταν η διοικητική έκφραση του μεγαλοϊδεατισμού και καταβαλλόταν προσπάθεια να «δοθεί στο εξωτερικό μια εικόνα κλασική της Ελλάδος και να εμπλουτισθεί τελικά η νεοελληνική γλώσσα, με ονόματα ελληνικά και εύηχα». Αυτά έγραφε και μάλιστα γαλλιστί ο περίφημος Ιωάννης Κωλέττης, ο πολιτικός που διεκδικεί και την πατρότητα του όρου «Μεγάλη Ιδέα». Έτσι, αφού συντάχθηκαν και υποβλήθηκαν στην αρμόδια υπηρεσία οι απογραφικοί πίνακες, ακολούθησε η εργασία ονομασίας και μετονομασίας των δήμων και των πρωτευουσών τους. Στο τέλος τα πληθυσμιακά στοιχεία συνόδευσαν τα διατάγματα σχηματισμού των δήμων, οι οποίοι ανάλογα με τον πληθυσμό τους κατατάχθηκαν στην πρώτη, δεύτερη ή τρίτη τάξη.

Μπορεί ωστόσο εύκολα να κατανοήσει κανείς τι συνέβη όταν επιχειρήθηκε να «επιβληθούν» εκατοντάδες νέα ονόματα και να πεισθεί ο πληθυσμός να αποκαλεί Άμφισσα τα Σάλωνα, Λαμία το Ζητούνι, Τανάγρα τις Λιάταις, Πτελεόν το Φτελιό, Ναύπακτο το Λεπεντό και Επίδαυρο την Πιάδα. Την προσπάθεια αυτή ανέλαβαν επιφανείς Γερμανοί αρχαιολόγοι και επιφανείς Έλληνες συνάδελφοί τους.

Ωστόσο, δεν τους βοηθούσαν τα ελάχιστα μέχρι τότε αρχαιολογικά ευρήματα με αποτέλεσμα να σημειωθούν μεγάλες αστοχίες που διορθώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Πάντως, πολλές αρχαιοελληνικές ονομασίες καθιερώθηκαν, ενώ η προσπάθεια για δημιουργία ταυτότητας σε κάθε δήμο συνοδεύτηκε και από τα ανάλογα εμβλήματα που αποτυπώθηκαν στις σφραγίδες τους.

Τα αδημοσίευτα διατάγματα

Όσο για τη μη δημοσίευση αυτών των διαταγμάτων, τα οποία φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήταν το αποτέλεσμα τακτικής που ακολουθούσε η διοίκηση, αφού δεν είχε εκ του νόμου τέτοια υποχρέωση. Έτσι, σπουδαία νομοθετήματα που μπορούσαν να προκαλέσουν αντιδράσεις, όπως ήταν π.χ. τα διατάγματα για την κατάργηση των μοναστηριών, δεν δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά ίσχυαν κανονικότατα. Το κενό αυτό προσπάθησε πολλά χρόνια αργότερα να καλύψει ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, όταν υπηρετούσε ως ανώτατος διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών. Εξέδωσε ένα πολύτομο έργο, την «Ελληνική Νομοθεσία» απαραίτητο σήμερα βοήθημα για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στις εξελίξεις εκείνης της ταραγμένης διοικητικής περιόδου.